Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, οι επενδυτικές τράπεζες εγκατέλειψαν τον ιστορικό τους ρόλο ως αγοραστές και πωλητές μετοχών και ομολόγων.
Μια περίπου δεκαετία μετά, υπάρχει έντονη ανησυχία ότι η επιδείνωση της ρευστότητας θα μπορούσε να αποδειχθεί όσο επικίνδυνη ήταν η μόχλευση στις κρίσεις του παρελθόντος.
Η μόχλευση, μέσω χρέους ή παραγώγων, αποτελεί ιστορικά το προσάναμμα που μετατρέπει μια οικονομική φωτιά σε πύρινη κόλαση. Μετά την κρίση, πάρθηκαν μέτρα με στόχο τον περιορισμό της μόχλευσης στο σύστημα, κυρίως μέσω του περιορισμού του ρόλου που παίζουν παραδοσιακά οι τράπεζες στην παροχή ρευστότητας ή του πόσο εύκολα ένας επενδυτής μπορεί να αγοράσει ένα χρεόγραφο χωρίς να κινηθεί απότομα η τιμή.
Ως αποτέλεσμα, η «αξία σε κίνδυνο» (value at risk) των επενδυτικών τραπεζών -μια πρόχειρη μέτρηση του πόσα πρέπει να περιμένουν ότι μπορούν να χάσουν μια οποιαδήποτε μέρα και μια αξιόπιστη ένδειξη για το πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν- έχει βουτήξει. Σύμφωνα με το hedge fund Capstone, η συνολική «αξία σε κίνδυνο» εννιά μεγάλων ευρωπαϊκών και αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών έχει υποχωρήσει στα $377 εκατ. στο τέλος του έτους από το υψηλό του $1,9 δισ. το 2008.
«Οι τράπεζες έχουν προχωρήσει από το να είναι αποθήκες ρίσκου στο να είναι διαμεσολαβητές» ανέφερε ο Πολ Μπρίτον, CEO της Capstone. «Το αποτέλεσμα είναι πως οι αγορές ενέχουν τώρα μεγαλύτερο ρίσκο».
Οι αμερικανικές μετοχές έχουν πραγματοποιήσει άλμα μετά την κρίση, αλλά ο όγκος συναλλαγών δεν έχει ακολουθήσει τον ρυθμό. Δείτε για παράδειγμα τον S&P 500. Η κεφαλαιοποίησή του αυξήθηκε σχεδόν στα $24 τρισ. την περασμένη χρονιά, αλλά η αξία των συναλλαγών όχι μόνο δεν κατάφερε να επιτύχει ανάλογη άνοδο, αλλά υποχώρησε τα τελευταία δύο χρόνια. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στις αγορές ομολόγων.
Αντί να βασίζονται στους ισολογισμούς τους για να βοηθήσουν το trading, οι τράπεζες έχουν μετατραπεί περισσότερο σε broker και έχουν υιοθετήσει τις αλγοριθμικές τεχνικές των trader υψηλής συχνότητας. Ο Ντέιβιντ Σόλομον, ο πρόεδρος της Goldman Sachs, ανέφερε αυτή την εβδομάδα πως η τράπεζα χρησιμοποίησε 500 ανθρώπους στη μονάδα ειδικής διαπραγμάτευσης μετοχών, αλλά η μονάδα έχει πλέον μόνο τρεις. Η ταχύτητα «ήταν πολύ πιο σημαντική από το κεφάλαιο» επισήμανε.
Συνολικά, αυτό έχει καταστήσει τις αγορές πιο αποτελεσματικές, με τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή που πρέπει να πληρώσουν οι επενδυτές για ένα στοιχείο ενεργητικού και αυτή που θα λάβουν, το περιθώριο προσφοράς-ζήτησης, να έχει συρρικνωθεί σε ιστορικά χαμηλά. Με βάση τον δείκτη αυτόν, η αγορά ομολόγων φαίνεται να έχει ακόμα μεγαλύτερη ρευστότητα σήμερα. Αλλά ορισμένοι αναλυτές και επενδυτές υποστηρίζουν πως αγορές που φαίνονται εκ πρώτης όψεως πιο αποτελεσματικές είναι πιο επιρρεπείς σε «κρίσεις ρευστότητας», όπου κύματα πωλητών επιβαρύνουν απότομα τη μειωμένη δυνατότητα των ειδικών διαπραγματευτών όπως οι τράπεζες να απορροφήσουν και να διαμεσολαβήσουν τις παραγγελίες πώλησης και αγοράς, με τους αλγόριθμους να περιορίζουν αυτόματα τη δραστηριότητα.
Μια πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Αγγλίας που εξετάζει την αναταραχή που προκάλεσε η εγκατάλειψη της ελάχιστης συναλλαγματικής ισοτιμίας από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, καταλήγει ότι σε τεταμένες περιόδους «το αλγοριθμικό trading προσφέρει λιγότερη ρευστότητα από ό,τι συνήθως, σε χειρότερες τιμές, και ότι η συνεισφορά του στην αποτελεσματική τιμολόγηση σχεδόν μηδενίζεται».
Ο Τσαρλς Χίμελμπεργκ, αναλυτής της Goldman Sachs, υποστηρίζει ότι η «ρευστότητα είναι η νέα μόχλευση» όσον αφορά τους συστημικούς κινδύνους στο χρηματοοικονομικό οικοσύστημα. «Λαμβάνω συχνά ερωτήματα από πελάτες σχετικά με το πού αυξάνονται τα ρίσκα και αυτό είναι που με ανησυχεί περισσότερο» επισημαίνει. «Οι χρηματοοικονομικές αγορές έχουν αλλάξει με δραματικό τρόπο μετά την κρίση».
Ο Αλμπέρτο Γκάλο, διαχειριστής κεφαλαίου στην Algebris, τονίζει πως είναι σαν οι ρυθμιστικές αρχές να καίνε σκουπίδια στην αυλή των τραπεζών, μόνο και μόνο για να μολύνουν την ατμόσφαιρα. «Έχουμε εστιάσει στις τράπεζες και έχουμε δημιουργήσει κινδύνους στις αγορές» σημειώνει.
Οι ανησυχίες για τη ρευστότητα κυνηγούν τις αγορές μετά την κρίση. Αν και τα «αστραπιαία κραχ» έχουν γίνει πιο συχνά, δεν έχουν προκληθεί μεγάλες, παρατεταμένες κρίσεις. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν πως ο περιορισμός της μόχλευσης στις τράπεζες ήταν θετικός για την παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Οι τράπεζες έχουν αρχίσει να χτίζουν εκ νέου αποθέματα ενεργητικού που προορίζονται για trading, μετά από χρόνια διαρκών περικοπών υπό το βάρος των πιο αυστηρών κεφαλαιακών απαιτήσεων και μέτρων όπως ο «κανόνας Βόλκερ», που απαγορεύει τις συναλλαγές με ίδια κεφάλαια. Αυτό βοήθησε την «αξία σε κίνδυνο» να σκαρφαλώσει υψηλότερα στο πρώτο τρίμηνο του έτους.
Η υπόσχεση της κυβέρνησης Τραμπ να περιορίσει τα ρυθμιστικά εμπόδια μπορεί να βελτιώσει τη ρευστότητα. Οι αμερικανικές τράπεζες είναι εξαιρετικά αισιόδοξες για μια χαλάρωση του κανόνα Βόλκερ, που σύμφωνα με στελέχη έχει μειώσει τη δραστηριότητά τους ως ειδικών διαπραγματευτών.
Ο επικεφαλής της Morgan Stanley Τζέιμς Γκόρμαν δήλωσε τον προηγούμενο μήνα πως «θα ήταν σωστή μια αναθεώρηση», λέγοντας πως ο κανόνας έχει πλήξει τη ρευστότητα. Ο Ράντι Κουάρλς, ο επικεφαλής του εποπτικού βραχίονα της Fed, έχει διαμηνύσει πως ο κανόνας πρέπει να είναι πιο εύχρηστος και λιγότερο επιβαρυντικός στην πράξη.
Η ευρεία, παγκόσμια περιστολή των ισολογισμών αντανακλά επίσης τις επίμονες ρυθμιστικές πιέσεις στις τράπεζες να μειώσουν τη μόχλευση και την ανάληψη ρίσκου, κάτι που σημαίνει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα είναι απίθανο να επιστρέψουν στον κυρίαρχο ρόλο που είχαν πριν από την κρίση.
Η «αξία σε κίνδυνο» κινήθηκε υψηλότερα το πρώτο τρίμηνο, αλλά αυτό ήταν εν μέρει ένα αποτέλεσμα μεγαλύτερης μεταβλητότητας -που περνάει στους υπολογισμούς τους- παρά ένα άλμα στη διάθεση ανάληψης ρίσκου. Στην JP Morgan, αυτό αντιστοιχεί σε «κάτι παραπάνω από τη μισή» άνοδο, σύμφωνα με τη CFO, Μαριάν Λέικ.
Ο Μάρκο Κολανόβιτς, αναλυτής της JP Morgan, συνέκρινε τη ρευστότητα με το Uber, την εφαρμογή διαμοιρασμού αυτοκινήτου. Όταν οι συνθήκες είναι φυσιολογικές, υπάρχουν αρκετά αυτοκίνητα να καλύψουν τη ζήτηση και τα κόμιστρα παραμένουν χαμηλά. Αλλά όταν ξεσπάει μια καταιγίδα, η ζήτηση εκτινάσσεται πάνω από την προσφορά και το κόστος του ταξί -ή της ρευστότητας στην περίπτωση των αγορών- μπορεί να διακυμανθεί απότομα.
«Η πλήρης ηλεκτρονικοποίηση της βιομηχανίας ειδικής διαπραγμάτευσης δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ σε περιβάλλον ύφεσης», επισήμανε αυτή την εβδομάδα ο κ. Κολανόβιτς. «Δεδομένου ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι ένα κρίσιμο κομμάτι των υποδομών της οικονομίας, ίσως πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή στους κινδύνους που ενέχει η “ουμπεροποίηση” (uberisation) των χρηματοοικονομικών αγορών».
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr