Το μήνυμα που στέλνουν τώρα οι αγορές είναι ότι οι χειρότεροι φόβοι μας δεν θα επαληθευτούν, σχολιάζει σε άρθρο του στους Financial Times o πρόεδρος του Rockefeller International, Ruchir Sharma, που εξηγεί γιατί οι αγορές δεν έχουν αντιδράσει με πανικό στην ανάφλεξη στην Μέση Ανατολή και τους φόβους για την επέκταση της σύρραξης Ισραηλινών – Παλαιστινίων.
«Οι επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά του Ισραήλ αυτόν τον μήνα έχουν αυξήσει τους φόβους για μια ευρύτερη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, ακόμη και για έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Σοβαρές φωνές κάνουν λόγο για την πιο επικίνδυνη εποχή που ζούμε ποτέ, με τις απειλές που ελλοχεύουν από τη Ρωσία, την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν», σημειώνει ο Ruchir Sharma.
Και συνεχίζει: «Αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν ως επί το πλείστον υποτονικές ως αντίδραση στην ανάφλεξη στη Γάζα. Ο αμερικανικός δείκτης αναφοράς S&P 500 δεν έχει μετακινηθεί σχεδόν καθόλου από τότε που πραγματοποιήθηκε η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου. Ακόμη και τα χρηματιστήρια που βρίσκονται πιο κοντά στη ζώνη του πολέμου, από τη Σαουδική Αραβία έως την Αίγυπτο και τις χώρες του Κόλπου, έχουν σημειώσει μέτριες πτώσεις. Δεν υπήρξε καμία μαζική στροφή προς την ασφάλεια στις αγορές ομολόγων, όπου οι τιμές έχουν πέσει, ούτε κάποιο δράμα στις τιμές του πετρελαίου. Είναι σαν οι αγορές να πιστεύουν ότι η σύρραξη θα υπολείπεται των χειρότερων φόβων, όπως συμβαίνει συχνά στις γεωπολιτικές κρίσεις».
Παράλληλα εξηγεί τι συνέβη με τις χρηματιστηριακές αγορές μετά τις επιθέσεις της 11 Σεπτεμβρίου και τις γεωπολιτικές κρίσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Τις ημέρες μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ της 11ης Σεπτεμβρίου –οι επιθέσεις στο Ισραήλ της 7ης Οκτωβρίου παραλληλίστηκαν συχνά με αυτές της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ- η Αμερική βρισκόταν σε κόκκινο συναγερμό για μια συνέχεια. Ο S&P 500 έπεσε κατά 12%, με την πτώση να μεγεθύνεται αναμφίβολα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μέτραγαν ήδη έξι μήνες σε μια οκτάμηνη ύφεση. Αλλά αυτή η φάση πέρασε γρήγορα – ο S&P 500 θα ανακτούσε όλες τις απώλειές του μέχρι τις 11 Οκτωβρίου», ανέφερε ο πρόεδρος του Rockefeller International.
«Το ίδιο μοτίβο μπορεί να εντοπιστεί πολύ νωρίτερα. Εξετάζοντας την αντίδραση της χρηματιστηριακής αγοράς σε 25 από τις σημαντικότερες γεωπολιτικές κρίσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών συγκρούσεων από την Κορέα το 1950 και των τρομοκρατικών ενεργειών από την πρώτη βομβιστική επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου το 1993, ο S&P 500 έπεσε κατά μέσο όρο κατά περίπου 4%, φθάνοντας στον πάτο σε 15 ημέρες, αλλά ανακάμπτοντας πλήρως σε 33 ημέρες», υπογράμμισε ο Ruchir Sharma.
Όπως σημειώνει τα δεκαέξι από αυτά τα γεγονότα έλαβαν χώρα στη Μέση Ανατολή ή προήλθαν από συγκρούσεις ή τρομοκρατικές ομάδες εκεί – όπως οι βομβιστικές επιθέσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς που έπληξαν τη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 2004 και το Λονδίνο τον Ιούλιο του 2005. «Μετά από ένα αρχικό παρορμητικό ξεπούλημα, η αγορά συνήθως ανέκτησε γρήγορα τις απώλειες. Και το ξεπούλημα της αγοράς με αφορμή την τελευταία σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας είναι μέχρι στιγμής λιγότερο εντυπωσιακό από ό,τι ήταν γενικά. Η μεγαλύτερη ανησυχία είναι η αύξηση των επιτοκίων», τόνισε ο πρόεδρος του Rockefeller International.
«Η συλλογική μνήμη της αγοράς, αντίθετα, αναγνωρίζει τον γεωπολιτικό κίνδυνο ως ιστορική σταθερά και πλαισιώνει τις τεταμένες στιγμές σε αυτό το πλαίσιο. Είναι ξεκάθαρο, για παράδειγμα, ότι η Μέση Ανατολή είναι σήμερα πιο επισφαλής από ό,τι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε από τις μεγάλες αναφλέξεις εκεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Ότι η Ρωσία είναι πιο επικίνδυνη δύναμη μετά την απώλεια της μισής πολεμικής της ικανότητας στην Ουκρανία; Ότι η Κίνα αποτελεί σήμερα μεγαλύτερη απειλή, παρά τη σταθερή αποδυνάμωση της οικονομίας της; Το άθροισμα αυτών των απειλών είναι εξαιρετικά αβέβαιο και συζητήσιμο· η αγορά, ένα άθροισμα εκατομμυρίων απόψεων, τείνει να μη βιάζεται να κρίνει», αναρωτήθηκε ο Ruchir Sharma.
«Γνώρισα τον θρυλικό επενδυτή Τζούλιαν Ρόμπερτσον στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν οι ελπίδες για παγκόσμια ειρήνη που ακολούθησαν την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας εξανεμίστηκαν από νέους κινδύνους, όπως η Ινδία και το Πακιστάν που πραγματοποίησαν μια σειρά πυρηνικών δοκιμών. Ο Ρόμπερτσον με συμβούλευσε, ως νεαρό αρχάριο επενδυτή, να μην αντιδράσω υπερβολικά. Επικαλέστηκε τις δικές του συνομιλίες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με την πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία του είπε για τον κίνδυνο ότι η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το πυρηνικό της οπλοστάσιο σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψει τη διάλυση της αυτοκρατορίας της», σημείωσε ο Rockefeller International.
«Αυτό που ήθελε να επισημάνει ήταν ότι οι τρομερές απειλές είναι πάντα παρούσες, ακόμη και σε περιόδους που μνημονεύονται για την ηρεμία τους, αλλά σπάνια υλοποιούνται σε πλήρη έκταση. Αντίθετα, τα γεγονότα αναγκάζουν τους ηγέτες να λαμβάνουν μέτρα για να αποτρέψουν την κλιμάκωση. Η κατανόηση των γεωπολιτικών κρίσεων ως ιστορική σταθερά σταθεροποιεί τις αγορές σε μια καταιγίδα. Τα άτομα έχουν λόγους να ρομαντικοποιούν το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα αισθάνονται άγχος για το μέλλον. Η συλλογική μνήμη της αγοράς, ωστόσο, φαίνεται συχνά να προβαίνει σε πιο ισορροπημένες, αμερόληπτες εκτιμήσεις των απειλών. Και το μήνυμα που στέλνουν τώρα οι αγορές είναι ότι οι χειρότεροι φόβοι μας δεν θα επαληθευτούν», κατέληξε ο Ruchir Sharma.