Ο παραλληλισμός της Deutsche Bank με τη Lehman Brothers, η οποία χρεοκόπησε τον Σεπτέμβριο του 2008, είναι παραπλανητικός, αναφέρει ο αρθρογράφος της Wall Street Journal, James Mackintosh, με ανάλυσή του στην εφημερίδα. «Το φάντασμα της Lehman Brothers στοιχειώνει τη Deutsche Bank, αλλά οι παραλληλισμοί με την χρεοκοπημένη τράπεζα είναι παραπλανητικοί», είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος του δημοσιεύματος.
Πριν από οκτώ χρόνια τον ίδιο μήνα, η Lehman Brothers χρεοκόπησε, σε μεγάλο βαθμό λόγω των πανικόβλητων επενδυτικών ταμείων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds), που απέσυραν τα χρήματά τους από την τράπεζα. «Με ορισμένα μεγάλα hedge funds να ανησυχούν αρκετά, ώστε να μειώνουν το άνοιγμά τους στη Deutsche Bank, ο παραλληλισμός είναι προφανής – αλλά και πολύ παραπλανητικός», σημειώνει ο Mackintosh. Η μετοχή της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας έκανε βουτιά τις τελευταίες εβδομάδες, μετά το δημοσίευμα της Wall Street Journal ότι το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης πρότεινε στην τράπεζα να πληρώσει 14 δισεκ. δολάρια για να διευθετήσει τις κατηγορίες σχετικά με τα τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια (που έδινε στην περίοδο της κρίσης). Η Deutsche αναμένει ότι θα συμφωνήσει σε ένα μικρότερο ποσό με το αμερικανικό υπουργείο.
Ορισμένοι πελάτες των hedge funds έχουν ανησυχήσει πολύ για τα ανοίγματά τους στη γερμανική τράπεζα, ωθώντας τα να αποσύρουν στοιχεία του ενεργητικού τους από αυτή και αναγκάζοντας τη Deutsche να εντείνει τις διαβεβαιώσεις για τη σταθερότητά της, σύμφωνα με πηγές που πρόσκεινται στην τράπεζα και τους πελάτες της. «Τα hedge funds έχουν το ίδιο δίλημμα που αντιμετωπίζουν όλοι οι πελάτες των τραπεζών. Τα κέρδη από το να διατηρήσουν τις θέσεις τους στη Deutsche είναι πολύ μικρά, ενώ οι ενδεχόμενες ζημιές, αν οι τράπεζες είχαν πρόβλημα, πολύ μεγάλες», σημειώνει ο Mackintosh.
Η Lehman χρεοκόπησε, όπως συμβαίνει με όλες τις τράπεζες που χρεοκοπούν: Ξέμεινε από μετρητά και ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού, τα οποία θα μπορούσε να πουλήσει γρήγορα για να πληρώσει τους πελάτες και τους αντισυμβαλλόμενους της που ωθούνταν προς την έξοδο. «Καταρχήν, το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε τράπεζα, καθώς καμία δεν έχει ποτέ αρκετά στοιχεία στο ενεργητικό της που μπορούν να πωληθούν εύκολα, ώστε να αποπληρώσει άμεσα όλους τους καταθέτες. Η Deutsche βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο, εν μέρει επειδή οι πελάτες της έχουν τρομάξει από την καταβύθιση της μετοχής της, που έχει χάσει πάνω από το 50% της αξίας της από την αρχή του έτους», αναφέρει ο Mackintosh, προσθέτοντας: Η Lehman, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη, επειδή η χρηματοδότησή της εξαρτιόταν από την αγορά χρήματος (repo market) και τα hedge funds.
Η περίπτωση της Deutsche είναι διαφορετική, συνεχίζει, καθώς έχει μία πολύ πιο διαφοροποιημένη βάση πελατών, που τροφοδοτείται από καταθέσεις στη Γερμανία και πολλές θεσμικές επιχειρηματικές γραμμές. Η Deutsche έχει πολύ περισσότερη ρευστότητα, που ανερχόταν σε 220 δισεκ. ευρώ στο τέλος του Ιουνίου ή στο 12% του ενεργητικού της, ενώ η Lehman είχε ρευστότητα 45 δισεκ. δολαρίων έναν μήνα πριν την κατάρρευσή της ή το 7% του ενεργητικού της. «Η Deutsche έχει μία αδύναμη κεφαλαιακή βάση, η οποία έχει επιδεινωθεί από την καχεκτική κερδοφορία της, αλλά τα προβλήματά της δεν είναι τόσο κρίσιμα όπως της Lehman, οι ζημιές της οποίας ανερχόταν σε πάνω από το 10% του μετοχικού κεφαλαίου της και στα δύο τελευταία τρίμηνα της ζωής της», αναφέρει ο Mackintosh. «Το πιο σημαντικό», προσθέτει, είναι ότι η Deutsche έχει πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που σημαίνει ότι μπορεί να αποκτήσει ρευστότητα ακόμη και για δύσκολα να πωληθούν στοιχεία του ενεργητικού της, αν τη χρειασθεί. Η αμερικανική κεντρική τράπεζα (Fed) είχε αρνηθεί πρόσθετη χρηματοδότηση στη Lehman, επειδή αυτή δεν διέθετε αρκετά αξιόπιστα στοιχεία ενεργητικού για να τα δώσει ως ενέχυρο.