Πρόωρες εκλογές θα διεξαχθούν στη Βόρεια Ιρλανδία την 2α Μαρτίου μετά την κατάρρευση της κυβερνητικής συμμαχίας, ανακοίνωσε σήμερα ο Βρετανός υπουργός ο οποίος είναι αρμόδιος για την ημιαυτόνομη επαρχία, ο Τζέιμς Μπρόκενσαϊρ.
Το Σέιν Φέιν ουσιαστικά αρνήθηκε να ονομάσει νέο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης μετά την παραίτηση την περασμένη εβδομάδα του Μάρτιν ΜακΓκίνες, η οποία οδήγησε σε αυτή της πρωθυπουργού Αρλίν Φόστερ, του ενωτικού κόμματος DUP.
Το εθνικιστικό κόμμα είχε προθεσμία μία εβδομάδα για να ορίσει τον αντικαταστάτη του ΜακΓκίνες, ο οποίος βρόντηξε την πόρτα καταγγέλλοντας την κακή διαχείριση του δημόσιου προγράμματος για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
Το πρόγραμμα επιχορηγήσεων σε εταιρείες με στόχο την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το οποίο είχε τεθεί σε ισχύ το 2015 υπό την ευθύνη της Φόστερ, καθώς τότε ήταν υπουργός αρμόδια για τις Επιχειρήσεις, αποτελεί αντικείμενο έρευνας για καταχρήσεις και μέσα ενημέρωσης υπολογίζουν ότι στο πλαίσιο της εκτέλεσής του υπήρξαν καταχρήσεις ύψους πολλών εκατομμυρίων λιρών.
«Κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει την πρόκληση για τους βορειοϊρλανδικούς πολιτικούς θεσμούς και το τι διακυβεύεται», τόνισε ο Μπρόκενσαϊρ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στο Μπέλφαστ, καθώς η συμφωνία ειρήνης του 1998 τέθηκε υπό αμφισβήτηση εξαιτίας αυτής της πολιτικής κρίσης. Ο ίδιος πρότεινε στο Σιν Φέιν και στο DUP να «αποκαταστήσουν μια σχέση στενής συνεργασίας» το ταχύτερο μετά τις εκλογές.
Κατά τους ιδιαίτερα περίπλοκους κανόνες που διέπουν τη βορειοϊρλανδική πολιτική ζωή βάσει της συμφωνίας ειρήνης που έθεσε τέλος σε τρεις δεκαετίες σύρραξης, η κυβέρνηση της επαρχίας είναι υποχρεωτικά κυβέρνηση συμμαχίας ανάμεσα στους ενωτικούς και τους εθνικιστές.
Ο Μπρόκενσαϊρ είχε δηλώσει νωρίτερα ότι δεν περιμένει η εκλογική διαδικασία στη Βόρεια Ιρλανδία να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στη διαδικασία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την επίσημη επίκληση του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Οι ψηφοφόροι στη Βόρεια Ιρλανδία είχαν ταχθεί με καθαρή πλειοψηφία (56%-44%) υπέρ της παραμονής στην ΕΕ.