Η πρόσφατη έκκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός στη Συρία είχε λίγο περισσότερο αντίκτυπο από τις προηγούμενης εκκλήσεις για να μπει τέλος στη σφαγή: ελάχιστο.
Δεν είναι μόνο ο συνεχής βομβαρδισμός του θύλακα των ανταρτών στην ανατολική Γούτα κοντά στη Δαμασκό από το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Η επίθεση των Τούρκων στη βορειοδυτική Συρία κατά των κουρδικών δυνάμεων, η οποία άνοιξε ένα νέο μέτωπο στον επταετή πόλεμο τον Ιανουάριο, επιταχύνεται και επεκτείνεται.
Η επιχείρηση, η οποία έχει το σουρεαλιστικό όνομα «Κλάδος Ελαίας», είναι δημοφιλής στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπου ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν υποθάλπει τον εθνικισμό, προκαλώντας σενάρια ότι θα προκηρύξει πρόωρες εκλογές για να εδραιώσει τον απολυταρχική του εξουσία. Ωστόσο, το κόστος της στρατιωτικής επιχείρησης του Ερντογάν είναι υψηλό για την Τουρκία.
Όχι για πρώτη φορά, η επίθεση της Τουρκίας κατά των Κούρδων μαχητών των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG) στη Συρία, τη φέρνει σε σύγκρουση με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, ειδικά τις ΗΠΑ, οι οποίες στηρίζονται στις κουρδικές πολιτοφυλακές ως τη βασική δύναμη κρούσης κατά του ISIS. Η αιματηρή ιστορία της Τουρκίας με τους απάτριδες Κούρδους της περιοχής, τόσο με αυτούς εντός των συνόρων της, όσο και με αυτούς που είναι διασκορπισμένοι στη Συρία, στο Ιράκ και στο Ιράν, είναι ένα από τα πολλά ζητήματα που υπονομεύουν τη σχέση της Άγκυρας με την Ε.Ε.
O βασικός στόχος της Τουρκίας στη Συρία είναι να αποδυναμώσει την αυτοδιοικούμενη κουρδική οντότητα, την οποία αποκαλούν Ροζάβα ή δυτικό Κουρδιστάν και δημιουργείται γύρω από περιοχές της βόρειας Συρίας από την πολιτική πτέρυγα του YPG, το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD). Η Άγκυρα επιμένει ότι και οι δύο οργανισμοί είναι παρακλάδια του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), το οποίο το 2015 έβαλε τέλος στη διετή εκεχειρία με την Τουρκία.
Πριν από πέντε χρόνια, ένας πιο πραγματιστής Ερντογάν είχε δεσμευτεί σε μια πολιτική μείωσης της έντασης με τους Κούρδους στην Τουρκία, στο βόρειο Ιράκ και στη Συρία. Τότε ήταν ακόμα στην τρίτη θητεία του ως πρωθυπουργός πριν αναλάβει την προεδρία, την οποία αναδιαμορφώνει με βάση το πρότυπο του συμμάχου του στο Κρεμλίνο Βλαντιμίρ Πούτιν. Το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), το οποίο έχει ρίζες στο πολιτικό Ισλάμ, αντιμετωπιζόταν ακόμα ως το μουσουλμανικό ισοδύναμο των Χριστιανοδημοκρατών της Ευρώπης.
Η πολιτική του απέναντι στους Κούρδους φαινόταν να έρχεται σε σύγκρουση με την παραδοσιακά συγκεντρωτική άσκηση της εξουσίας στην τουρκική δημοκρατία, η οποία ιδρύθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ο κ. Ερντογάν έφτασε πιο μακριά από οποιονδήποτε άλλο ηγέτη στις συνομιλίες για τον τερματισμό της αντίστασης του PKK, ανοίγοντας έναν πολιτικό και πολιτιστικό χώρο για τους Κούρδους της Τουρκίας και προσπαθώντας να φέρει τους Κούρδους του βόρειου Ιράκ και της Συρίας στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας.
Ήταν μια ριψοκίνδυνη αλλά τολμηρή ιδέα: να προληφθεί ο κίνδυνος ενός Μεγάλου Κουρδιστάν, με μια απόπειρα να ενταχθούν οι Κούρδοι και από τις δύο πλευρές σε μια εύπορη, σουνιτική «Τουρκόσφαιρα», δύο έθνη σε ένα κράτος ενωμένα κατά του σιιτικού άξονα που χτίζει η Τεχεράνη, από τη Βαγδάτη ως τη Βηρυτό. Αυτό το τόξο ιρανικής εξουσίας είναι τώρα πολύ πιο ισχυρό.
Η Άγκυρα έκανε επίσης προσπάθειες για να σταματήσει τους Κούρδους του βόρειου Ιράκ από το να περάσουν από την αυτοδιοίκηση στην ανεξαρτησία, μετά το δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου.
Αλλά ήταν η ιρανική ίντριγκα που δίχασε τους Κούρδους του Ιράκ, καθώς και οι σιιτικές πολιτοφυλακές που έχουν τον έλεγχο μιας πλούσιας σε πετρέλαιο περιοχής όπως το Κιρκούκ, την οποία διεκδικούν η Βαγδάτη και η τοπική κυβέρνηση του Κουρδιστάν.
Οι στηριζόμενες από το Ιράν δυνάμεις του καθεστώτος του Άσαντ εκμεταλλεύονται και αυτές την επιχείρηση της Τουρκίας κατά του YPG στην Αφρίν για την ανάκτηση των χαμένων περιοχών βορειοδυτικά της Συρίας.
Όπως έχει παρατηρήσει ο Γάλλος ακαδημαϊκός Φαμπρίς Μπαλάνς, μετά την εκδίωξη του ISIS από τη Ράκα το περασμένο φθινόπωρο από τις δυνάμεις του YPG, «η επιστροφή των κυβερνήσεων της Βαγδάτης και της Δαμασκού σε περιοχές που κατείχε το ISIS σημαίνει επίσης και την έλευση του Ιράν».
Η θέση της Τουρκίας θα ήταν πιθανότατα πολύ ισχυρότερη, αν είχε συνεχίσει την προσέγγιση με τους Κούρδους. Αντίθετα, μια σειρά από τεράστιες προκλήσεις, από τις μαζικές διαδηλώσεις του 2013 ως την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, φαίνεται πως έχουν πείσει τον κ. Ερντογάν ότι υπάρχουν σχέδια για την ανατροπή του. Οι δημοσκόποι του του έδειξαν πως η άνοδος των Κούρδων τού στοίχιζε ψήφους το 2015, όταν έχασε την πλειοψηφία τον Ιούνιο για να την ξανακερδίσει στις επαναληπτικές εκλογές του Νοεμβρίου, όταν είχε ξεκινήσει και πάλι ο πόλεμος με το PKK.
O Σαλίχ Μουσλίμ, ένας από τους ηγέτες του PYD, δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξη με το AI Monitor ότι «αν η Τουρκία είχε συνεργαστεί με τους Κούρδους, θα είχε γίνει η πιο ισχυρή χώρα στη Μέση Ανατολή».
Είναι πλέον αργά για την Τουρκία να ανακαλύψει ξανά αυτή την ιδέα; Πιθανότατα. Καθώς το κόμμα του κ. Ερντογάν ρίχνει και άλλο κρέας στους λύκους του τουρκικού εθνικισμού, η ιδέα φαίνεται πιο ελκυστική. Αλλά, όπως το AKP ήταν κάποτε δημοφιλές εκτός της Τουρκίας, καθώς του πιστωνόταν η δυνατότητα να παντρέψει το Ισλάμ με τη δημοκρατία, οι Κούρδοι έχουν κεντρίσει και αυτοί τη διεθνή προσοχή. Τους χαιρετίζουν για τοθάρρος με το οποίο οι μαχητές τους, με γυναίκες στην εμπροσθοφυλακή, σταμάτησαν την επέλαση του ISIS.
Οι Τούρκοι και οι Κούρδοι μαζί θα συνέθεταν μια ισχυρή δύναμη. Ακόμα μπορούν. Η άνοδος του Ιράν εις βάρος της Τουρκίας το υπενθυμίζει αυτό.
Πηγή πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr