Σε αντίθεση με τους απόφοιτους κολεγίων που συνωστίζονται στα γραφεία μεγάλων επιχειρήσεων («λευκά κολάρα» ), ο Γιανγκ Τζιτιάν είναι ένας χειρωνάκτης εργαζόμενος («μπλε κολάρα») ο οποίος εργάζεται στο Ντονγκουάν στην νότια επαρχία της Κίνας Γκουανγκντόνγκ.
Μετά την αποφοίτησή του τον Ιούλιο, εκπαιδεύτηκε ως χειριστής ηλεκτρικών μηχανών σε γραμμή παραγωγής ψηφιακού ελέγχου στην εταιρεία κατασκευής καλουπιών Ενσένγκ.
«Μέχρι πρόσφατα ήταν σπάνιο να βρεις απόφοιτους πανεπιστημίων στο τμήμα συναρμολόγησης, τώρα όμως η κατάσταση αλλάζει. Οι περισσότεροι από τους συμμαθητές μου φοράνε μπλε κολάρο» λέει ο Γουάνγκ.
Μηχανή στη θέση του ανθρώπου
Γνωστή ως Εργοστάσιο του Κόσμου, η βιομηχανική πόλη Ντονγκουάν αποτελεί την κορυφαία βάση παραγωγής ενδυμάτων και συσκευών (gadgets). Στην πόλη αυτή κατασκευάζεται το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής smartphones καθώς και το ένα δέκατο των παπουτσιών στον κόσμο.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που άνοιξε προς τον κόσμο η Κίνα και ξεκίνησαν οι μεταρρυθμίσεις, η πόλη έχει προσελκύσει άφθονο χαμηλό εργατικό δυναμικό από όλη την χώρα για να εργαστεί στα τμήματα συναρμολόγησης των εργοστασίων.
Ωστόσο, η οικονομική επιβράδυνση και το αυξανόμενο εργατικό κόστος ανάγκασαν την πόλη να επιδιώξει έναν μετασχηματισμό εισάγοντας ρομπότ και χειριστές μηχανών.
Ο Γιανγκ ο οποίος προσελήφθη στην εταιρία Ενσένγκ μαζί με άλλους έξι πτυχιούχους, εργάζεται σε ένα εργαστήριο διπλάσιο από το μέγεθος ενός γηπέδου μπάσκετ, σε σταθερή θερμοκρασία 24 βαθμών Κελσίου.
Οι μηχανές που χειρίζεται αξίζουν κατά μέσο όρο πάνω από 1,5 εκατομμύρια γιουάν (223,000 δολάρια ΗΠΑ). Χωρίς σκόνη και θόρυβο, όλοι οι Γιανγκ το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να πληκτρολογούν σωστά τους περίπλοκους κωδικούς και να παρακολουθούν την κατάσταση λειτουργίας των μηχανών.
Ο γενικός διευθυντής Γου Μπιν υποστηρίζει ότι η περιορισμένη ικανότητα των αγροτών που έχουν μετατραπεί σε εργαζομένους, έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της εταιρείας στην παραγωγή και τη μεταποίηση. Για το λόγου το αληθές είπε ότι ένας εργαζόμενος έσπασε ένα μηχάνημα αξίας 400.000 γιουάν την πρώτη κιόλας ημέρα που προσελήφθη. Ως εκ τούτου, λέει ο Γου, η εταιρεία σχεδιάζει να προσλάβει τον επόμενο χρόνο περισσότερους πτυχιούχους.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, ο κατώτατος μισθός από 690 γιουάν το 2006 αυξήθηκε το 2015 σε 1.510 γιουάν, ενώ το κόστος εργασίας διπλασιάστηκε ή και τριπλασιάστηκε σε ορισμένες εταιρείες.
Το Σεπτέμβριο του 2014, υπό την πίεση μίας συνεχιζόμενης κρίσης εργατικού δυναμικού και την αύξηση των μισθών η Ντονγκουάν στράφηκε προς την αυτοματοποίηση, παρέχοντας επιδοτήσεις για την κατασκευή προγραμμάτων «μηχανή αντί για άνθρωπο».
Μέχρι τον Ιανουάριο, περίπου 2.700 σχέδια που είχαν ενταχθεί στο πλαίσιο του προγράμματος έλαβαν κρατική χρηματοδότηση, εισάγοντας 76.000 μηχανές. Οι μηχανές παρήγαγαν 2,5 φορές περισσότερο, «απελευθερώνοντας» 200.000 εργαζομένους.
Υποστήριξη των κολεγίων
Ο Σι Τσι, διευθυντής στο γραφείο ανθρωπίνων πόρων του Ντονγκουάν, λέει ότι οι απόφοιτοι του κινεζο-γερμανικού τεχνικού κολεγίου του Ντονγκουάν, προτιμούν ως επί το πλείστον να μείνουν και να δουλέψουν στην πόλη με μέσο μηνιαίο μισθό πάνω από 6.000 γιουάν.
«Φαντάζει ως μία ωραία διέξοδος. Να είσαι ένας εκπαιδευμένος εργάτης με μπλε κολάρο, δεδομένου ότι η μεταποιητική βιομηχανία στο Ντονγκουάν βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο», λέει.
Προκειμένου να προσελκύσει φοιτητές που προτιμούν καλύτερες θέσεις εργασίας σε γραφείο, η κινεζική κυβέρνηση επιδοτεί τα δίδακτρα των σπουδαστών στα επαγγελματικά κολέγια.
Μέχρι το 2016, ο αριθμός των επαγγελματικών σχολών που στοχεύουν στην εκπαίδευση υψηλού επιπέδου τεχνικού προσωπικού ανήλθε σε περίπου 1.400, αντιπροσωπεύοντας το 52,3% των πανεπιστημίων της Κίνας.
Ο διευθυντής του τεχνικού κολεγίου του Ντονγκουάν Λιού Χαϊγκουάνγκ, επισημαίνει ότι το κολέγιο προσπαθεί να εκπαιδεύσει όλους τους εξειδικευμένους τεχνικούς για την βιομηχανία μεταποιητικής βιομηχανίας.
« Με τη βοήθεια των μηχανών, το τεχνικό ταλέντο θα συνθέσει νέους τύπους εργαστηρίων, τα οποία θα βοηθήσουν στην αναβάθμιση του « made in China», λέει χαρακτηριστικά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ