Η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε μπορεί να έχει ολέθριες
συνέπειες για τις εναέριες συγκοινωνίες αφού θα πρέπει να επανακαθορισθούν τα
δικαιώματα πτήσεων. Αυτό θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα σε ορισμένες εταιρείες.
Οι αεροπορικές εταιρίες και τα αεροδρόμια συγκαταλέγονται
ήδη στους χαμένους του Brexit. Κανένας άλλος κλάδος στη Μεγάλη Βρετανία δεν
πιέζει τόσο πολύ για την επίσπευση των διαπραγματεύσεων με τις
Βρυξέλλες όσο αυτός των εναέριων συγκοινωνιών. Με την έξοδο της χώρας από
την Ε.Ε οι αεροπορικές εταιρίες θα βρεθούν αντιμέτωπες όχι μόνον με μια
γενική μείωση του αριθμού των επιβατών -λόγω της εξασθένησης της
στερλίνας- αλλά και με απώλεια σημαντικών δικαιωμάτων στις συγκοινωνίες. Ακόμη
και μετά την επίσημη κατάθεση του βρετανικού αιτήματος την περασμένη εβδομάδα,
το τοπίο παραμένει εξαιρετικά θολό για τον κλάδο.
Σε περίπτωση που θελήσουν να συνεχίσουν να προσφέρουν
πτήσεις σε όλη την Ευρώπη οι αεροπορικές θα βρεθούν πιθανότατα αντιμέτωπες με
ριζικές ανακατατάξεις. Ήδη αμέσως μετά το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου τα
χρηματιστήρια «τιμώρησαν» τις Easyjet και Ryanair, διότι η βρετανική έξοδος
θέτει ουσιαστικά εν αμφιβόλω το πανευρωπαϊκό επιχειρηματικό τους μοντέλο. Οι
αεροπορικές εταιρείες συγκαταλέγονταν ανέκαθεν στους μεγάλους κερδισμένους της
κοινής εσωτερικής αγοράς. Πλέον όμως είναι εξαιρετικά αβέβαιο εάν η Easyjet,
για παράδειγμα, καταφέρει να διατηρήσει τα δικαιώματα για πτήσεις προς
διάφορους ευρωπαϊκούς προορισμούς.
Χρονοβόρες
διαπραγματεύσεις
Η Ryanair από την πλευρά της έχει κρούσει ήδη τον κώδωνα του
κινδύνου, ζητώντας από τη βρετανική κυβέρνηση να συνάψει άμεσα μια νέα διμερή
συμφωνία με την Ε.Ε για τις εναέριες συγκοινωνίες. Ο χρόνος πιέζει, επισημαίνει
ο επικεφαλής του μάρκετινγκ Κένι Τζέικομπς, διότι τα προγράμματα πτήσεων
ανακοινώνονται συνήθως 12 μήνες νωρίτερα. Ο σχεδιασμός για τις καλοκαιρινές
πτήσεις του 2019, για παράδειγμα, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί σε λιγότερο από
έναν χρόνο. Οι χρονοβόρες διαπραγματεύσεις με την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, που
θα ξεκινήσουν πιθανότατα το ερχόμενο φθινόπωρο, είναι φυσικά δηλητήριο για μια
εταιρεία που θέλει να «ρίχνει» κάθε χρόνο 50 νέα αεροπλάνα στην αγορά.
Ήδη μετά το δημοψήφισμα η Ryanair αναπροσάρμοσε την πολιτική
της, σταθμεύοντας τα νέα της αεροσκάφη μόνο στη Γερμανία και άλλους
ευρωπαϊκούς ηπειρωτικούς προορισμούς. Για τη Μεγάλη Βρετανία, που είναι η
μεγαλύτερη μέχρι σήμερα αγορά για την εταιρεία με 19 αεροδρόμια, 3.000
υπαλλήλους και 44 εκατομμύρια επιβάτες, η Ryanair δεν σχεδιάζει φέτος κανένα
πρόσθετο αεροσκάφος. Και ίσως να είναι μόνον η αρχή. Η Διεθνής Ένωση
Αερομεταφορών ΙΑΤΑ έχει επεξεργαστεί τρία πιθανά σενάρια: ένα σκληρό Brexit θα
οδηγούσε το 2035 σε 20 εκατομμύρια λιγότερους επιβάτες από ό,τι ένα πιο
μετριοπαθές σενάριο που προβλέπει μια μικρή, αλλά ουσιαστική αύξηση του
αριθμού.
Δικαιώματα έναντι
ανταλλαγμάτων
Μολονότι πρόκειται μόνον για ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις,
βέβαιο είναι ότι σε κάθε περίπτωση η Μεγάλη Βρετανία θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί
τις σχετικές με τις αερομεταφορές συμφωνίες όχι μόνον με την Ευρώπη αλλά και με
τον υπόλοιπο κόσμο. Οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να είναι ιδιαίτερα
χρονοβόρες. Και ο χρόνος, ως γνωστόν, είναι χρήμα.
Στην Ευρώπη υπάρχουν τρεις εναλλακτικές επιλογές: η παραμονή
στον κοινό ευρωπαϊκό εναέριο χώρο ECAA, μια νέα συμφωνία με την Ε.Ε ή η
υιοθέτηση των γενικών κανόνων της συμφωνίας διεθνούς εμπορίου WTO. Στο ECAA
συμμετέχει, για παράδειγμα, και η Νορβηγία παρότι δεν είναι μέλος της Ε.Ε.
Θεωρείται όμως μάλλον απίθανο να δοθεί ένα ειδικό στάτους και στη Βρετανία.
Βερολίνο και Παρίσι αναμένεται να τηρήσουν σκληρή στάση.
Σύμφωνα με τη Guardian πάντως, υψηλόβαθμοι Eυρωπαίοι
αξιωματούχοι έχουν προϊδεάσει ήδη τις βρετανικές αεροπορικές εταιρείες ότι από το
2019 θα μπορούν να προσφέρουν τις πτήσεις τους εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας
μόνον εάν μεταφέρουν την έδρα τους στην Ε.Ε και εάν, επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο
μέρος τους βρίσκεται στα χέρια επενδυτών από χώρες της Ε.Ε.
Πηγή: Deutsche Welle