Το 73% της ρευστότητας που παρέχει στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης
έχουν απορροφήσει οι ιταλικές, ισπανικές και γαλλικές τράπεζες.
Σύμφωνα με κείμενο της Ινστιτούτου Bruegel – μια βελγική «δεξαμενή σκέψης» – που επικαλείται
επεξεργασμένα στοιχεία της ΕΚΤ, ενώ οι γερμανικές τράπεζες απορροφούσαν το 60%
της ρευστότητας που παρείχε η ΕΚΤ πριν την κρίση το 2007, στην κορύφωση της
κρίσης χρέους της ευρωζώνης τον Ιούλιο του 2012 οι ισπανικές, ιταλικές και
γαλλικές τράπεζες ήταν αυτές που έκαναν τη μεγαλύτερη χρήση αυτής της
δυνατότητας.
Συγκεκριμένα, από τα 1,2 τρισ. ευρώ ρευστότητας που παρείχε τότε η ΕΚΤ
σε τράπεζες της ευρωζώνης, το 34% είχαν λάβει οι ισπανικές τράπεζες, το 24% οι
ιταλικές τράπεζες και το 15% οι γαλλικές τράπεζες.
Αν και από τον Ιούλιο του 2012 το σύνολο της τραπεζικής ρευστότητας της
ΕΚΤ έχει μειωθεί σε περίπου 500 δισ. ευρώ – στο επίπεδο του 2009 – οι ιταλικές,
ισπανικές και γαλλικές τράπεζες παραμένουν οι μεγαλύτεροι λήπτες τραπεζικής
ρευστότητας της ΕΚΤ, απορροφώντας το 30%, 26% και 17% του συνόλου, αντίστοιχα.
Επισημαίνεται, ότι οι τακτικές δημοπρασίες ανοιχτής αγοράς της ΕΚΤ
συνίστανται στα εξής δύο μέρη: Ρευστότητα διάρκειας μίας εβδομάδος (MROs) και τρίμηνη ρευστότητα
(LTROs).
Μάλιστα, σε λίγες ημέρες ξεκινάει ο δεύτερος γύρος μακροπρόθεσμης
ρευστότητας (LTRO II)
που αποφάσισε τον Μάρτιο 2016 η ΕΚΤ, ο οποίος θα διαρκέσει μέχρι τον Μάρτιο του
2017 και θα αφορά σε δημοπρασίες τριμηνιαίας συχνότητας για παροχή τετραετούς
ρευστότητας.
Για να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα LTRO II οι ελληνικές τράπεζες, η
ΕΚΤ θα πρέπει να αποκαταστήσει την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των κρατικών ελληνικών
ομολόγων (waiver) ως
αποδεκτά εχέγγυα χρηματοδότησης.