Πετυχημένο χαρακτηρίζει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QE της ΕΚΤ ο Γερμανός οικονομολόγος και μέλος της λεγόμενης «Επιτροπής Σοφών» της οικονομίας Λαρς Φελντ. Εκτιμά ωστόσο ότι έπρεπε να είχε διακοπεί νωρίτερα.
Στην κρίση των δικαστών του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας βρέθηκε αυτήν την εβδομάδα και πάλι το ιδιαίτερα διαφιλονικούμενο στη Γερμανία πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Οι τέσσερις προσφεύγοντες, μεταξύ αυτών ο ιδρυτής του Εθνολαϊκιστικού κόμματος AfD Μπερντ Λούκε, κατηγορούν την Ευρωτράπεζα για παράνομη κρατική χρηματοδότηση καθώς και για υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της. Η σχετική απόφαση του δικαστηρίου αναμένεται τους επόμενους μήνες.
Στο ερώτημα εάν η ΕΚΤ υπερέβη τελικά ή όχι τις αρμοδιότητες και την αποστολή της κλήθηκε να απαντήσει «προκαταβολικά» αυτή την εβδομάδα ο επιφανής Γερμανός οικονομολόγος Λαρς Φελντ, ένας εκ των λεγόμενων πέντε «σοφών» της γερμανικής οικονομίας που συγκροτούν το συμβούλιο εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης. Όπως είπε σε συνέντευξή του στη γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlanfunk:
«Αυτό δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Τα κριτήρια που τέθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος QE είναι ιδιαίτερα λεπτομερή και αποτελούν τώρα αντικείμενο ελέγχου του δικαστηρίου. Οι δικαστές θα πρέπει να εξετάσουν εάν τα κριτήρια αυτά έχουν νόημα και εάν εν τέλει είναι και εφαρμόσιμα για κάθε χρηματοδοτικό πρόγραμμα».
Επιτρέπει την αγορά ομολόγων η Συνθήκη του Μάαστριχτ;
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι βέβαια αρκετά σαφής ως προς το ερώτημα της χρηματοδότησης κρατών, όπως επισήμανε ο οικονομολόγος: «Το Άρθρο 123, παράγραφος Ι της Συνθήκης του Μάαστριχτ απαγορεύει μεν τη νομισματική χρηματοδότηση, αλλά επιτρέπει την αγορά κρατικών ομολόγων. Είναι ένα συνηθισμένο εργαλείο άσκησης νομισματικής πολιτικής. Το ερώτημα αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, εάν δηλαδή με τον τεράστιο αυτό όγκο αγοράς ομολόγων η ΕΚΤ υπερέβη τα εσκαμμένα».
Ανεξάρτητα από το εάν και κατά πόσον η Ευρωτράπεζα κινήθηκε εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της, πώς κρίνει ο ίδιος την αποτελεσματικότητα των μέτρων που ελήφθησαν; Έφερε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης τα επιθυμητά αποτελέσματα;
«Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λειτούργησε. Και λειτούργησε υπό την έννοια ότι αυξήθηκαν τα επίπεδα του πληθωρισμού. Όταν τον περασμένο Δεκέμβριο σταμάτησε τις αγορές ομολόγων επανεπενδύοντας ομόλογα που λήγουν χωρίς να αγοράζει νέα, η ΕΚΤ και κρίνοντας από το ύψος του πληθωρισμού αλλά και της δυναμικής που υπήρχε στην Ευρωζώνη, διαπίστωσε ότι το πρόγραμμα ήταν ιδιαίτερα πετυχημένο. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και σχετικές έρευνες που υπολογίζουν με τα ακριβώς αντίθετα οικονομικά δεδομένα, σε τι κατάσταση θα ήταν δηλαδή η οικονομία εάν δεν υπήρχε αυτό το πρόγραμμα».
Εξαντλήθηκαν οι δυνατότητες παρεμβάσεων της ΕΚΤ;
Μοναδικό ίσως σημείο κριτικής του Λαρς Φελντ και των συναδέλφων του στο συμβούλιο των εμπειρογνωμόνων είναι η μεγάλη χρονική διάρκεια του προγράμματος. «Η ΕΚΤ μπορούσε να έχει σταματήσει τις αγορές ομολόγων νωρίτερα με συνέπεια να είχαν αυξηθεί ήδη τα επιτόκια. Έτσι να είχαμε σήμερα ενδεχομένως ακόμη περισσότερες δυνατότητες για να ασκήσουμε και πάλι μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική».
Παρά ταύτα ο Γερμανός οικονομολόγος εκτιμά ότι για την περίπτωση που επιδεινωθούν περαιτέρω οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ευρωζώνης η ΕΚΤ έχει ακόμη πολλά όπλα στη φαρέτρα της. Πέραν ενός ενδεχόμενου νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, η Ευρωτράπεζα θα μπορούσε να κάνει χρήση και άλλων εργαλείων, όπως των λεγόμενων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ), μέσω των οποίων παρέχονται μακροπρόθεσμα δάνεια στις τράπεζες (προκειμένου να έχουν κίνητρο για να αυξήσουν τη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές).
Πηγή Πληροφοριών: Deutsche Welle