Τα σινιάλα από τα ομόλογα και τα μηνύματα στους επενδυτές

Τις τελευταίες ημέρες, αρκετοί παράγοντες και παρατηρητές της αγοράς έχουν επισημάνει μια αποσύνδεση των αγορών μετοχών και ομολόγων, κατά την οποία οι δείκτες Dow Jones και S&P 500 εκτινάχτηκαν σε επίπεδα ρεκόρ, ενώ οι αποδόσεις των αμερικάνικων 10ετων και 30ετων ομολόγων έχουν παραμείνει σχετικά χαμηλά.

Ένας σοβαρός παρατηρητής σημείωσε ότι οι «επενδυτές ομολόγων δεν ενστερνίζονται τον ενθουσιασμό της αγοράς μετοχών για την ανάπτυξη». Ένας άλλος εξίσου αξιοσέβαστος σχολιαστής έγραψε ότι «οι επενδυτές ομολόγων υιοθετούν μια πολύ διαφορετική οπτική».

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι αγορές ομολόγων και μετοχών στέλνουν διαφορετικά μηνύματα. Είναι κάτι που ενδεχομένως μπορεί να αποτελέσει ένα πιο σοβαρό ζήτημα για τους επενδυτές μετοχών παρά για αυτούς των ομολόγων, οι οποίοι λειτουργούν σε μακροοικονομικό επίπεδο και βασίζονται σε πιο ισχυρά δεδομένα για τις οικονομικές προοπτικές.

Ειδικότερα, ενώ το βραχυπρόθεσμο τμήμα της καμπύλης των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων είναι στενά συνδεδεμένο με τις κεντρικές τράπεζες, το υπόλοιπο είναι πολύ πιο ευαίσθητο στο πως οι συμμετέχοντες στην αγορά βλέπουν τις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης και του πληθωρισμού.

Το ίδιο ισχύει και για τα spreads των εταιρικών ομολόγων, αν και επηρεάζονται επίσης από τις προοπτικές διαχείρισης των υποχρεώσεων και την νέα έκδοση χρέους από τις εταιρείες, συμπεριλαμβανομένου και του πως αυτό διανέμεται στην κεφαλαιακή δομή.

Αλλά προτού πατήσουν το κουμπί του πανικού για την απόκλιση μετοχών και ομολόγων, οι επενδυτές πρέπει να σκεφτούν προσεκτικά πέντε ζητήματα που σχετίζονται με το τι συμβαίνει στο σταθερό εισόδημα, τις μετοχές και το συνάλλαγμα.

Δεν στέλνουν όλοι οι τομείς της αγοράς ομολόγων το ίδιο σήμα. Αν και οι αποδόσεις των 10ετων και 30ετων αμερικανικών ομολόγων παραμένουν χαμηλές και δημιουργούν αμφιβολίες για την ανάπτυξη, τα spreads των εταιρικών ομολόγων στέλνουν το αντίθετο σήμα, καθώς έχουν συρρικνωθεί σημαντικά και τα χρέη υψηλότερου ρίσκου στις αναδυόμενες αγορές υπεραποδίδουν.

Το ίδιο ισχύει και για τα στεγαστικά, όπου ένα μεγάλο μέρος των προσδοκώμενων αποδόσεων αντανακλά προσδοκίες για καλύτερες οικονομικές συνθήκες.

H Eυρώπη συνεχίζει να επηρεάζει τα αμερικάνικα ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας. Με την χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση όπου το κεφάλαιο κατευθύνεται από τη μια χώρα στην άλλη αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις, τα αμερικάνικα κρατικά ομόλογα προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις χωρίς έκθεση στο ρίσκο.

Τα ηπειρωτικά επιτόκια είναι συμπιεσμένα από την πιο επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και από τα ασυνήθιστα υψηλά πολιτικά ρίσκα γύρω από το επιβαρυμένο εκλογικό χρονοδιάγραμμα με πρωταγωνιστές τα αντικαθεστωτικά κινήματα (συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και της Ολλανδίας).

Πράγματι, αρκεί κανείς να δει την αντοχή των αρνητικών επιτοκίων σε αρκετά γερμανικά κρατικά ομόλογα, που είναι ότι πιο κοντινό στα αμερικάνικα treasuries όσον αφορά την πιστωτική ασφάλεια στις αγορές κρατικών ομολόγων.

Οι αγορές συναλλάγματος είναι λιγότερο ικανές να συμφιλιώσουν τις αποκλίνουσες προοπτικές των επιτοκίων. Σε ένα κόσμο με αποκλίνουσες οικονομικές επιδόσεις και εφαρμοζόμενες πολιτικές, τα επιτόκια θα προσαρμόζονταν και θα δρούσαν αντισταθμιστικά στις διασυνοριακές ροές στα ομόλογα. Αλλά η ανατίμηση του δολαρίου μπορεί να μετριάστηκε από την μη συμβατική προσέγγιση που έχει ακολουθήσει η κυβέρνηση Τραμπ στο πως σχολιάζει το αμερικάνικο νόμισμα.

Μια προσέγγιση που έχει αλλάξει τόσο στα μηνύματα που στέλνει, με μια αποχώρηση από το δόγμα του «ισχυρού δολαρίου», όσο και στο ποιοι μεταφέρουν το μήνυμα, με περισσότερους αξιωματούχους να σχολιάζουν ένα ζήτημα που δεν άγγιζε κανείς άλλος εκτός από τον υπουργό Οικονομικών.

Οι προσδοκώμενες ροές δρουν ως επιπρόσθετο καύσιμο στο ράλι των μετοχών. Τα στοιχεία δείχνουν πως οι επενδυτές μετοχών προσβλέπουν σε ένα μέλλον που θα χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερες εισροές. Ένα μεγάλο μέρος θα προέλθει από τα ρευστά διαθέσιμα των εταιρειών που τώρα βρίσκονται στο εξωτερικό, τα οποία θα επαναπατριστούν μετά τις αλλαγές που περιλαμβάνονται στη σχεδιαζόμενη φορολογική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Τραμπ και θα διατεθούν για επαναγορές μετοχών, υψηλότερες διανομές μερισμάτων και περισσότερες εξαγορές και συγχωνεύσεις. Ένα μικρότερο μέρος θα προέλθει από επενδυτές με μικρότερη έκθεση που θα βάλουν περισσότερα χρήματα στην χρηματιστηριακή αγορά.

Ο εντοπισμός των διαφορών έχει σημασία. Δεδομένης της διαφορετικής σχέσης απόδοσης και ρίσκου στις αγορές τους, οι επενδυτές ομολόγων τείνουν να δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στα καθοδικά ρίσκα σε σχέση με τους επενδυτές μετοχών που είναι συνήθως πιο αισιόδοξοι.

Ο αντίκτυπος αυτής και άλλων συμπεριφοριστικών παρατηρήσεων είναι μεγαλύτερος σε έναν αβέβαιο κόσμο όπου οι δημοσιονομικές πολιτικές και τα μέτρα απορρύθμισης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ αντιμετωπίζουν ζητήματα σχεδιασμού εφαρμογής, υπάρχουν αντιφατικά σήματα όσον αφορά το εμπόριο, οι διαμάχες στο Κογκρέσο δεν έχουν τελειώσει και η οικονομία των ΗΠΑ συνεχίζει να είναι αντιμέτωποι με διαρθρωτικούς αντίθετους ανέμους στην επίτευξη μιας υψηλότερης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.

Αυτό στο οποίο καταλήγουμε από τα παραπάνω δεν είναι μια αμφισβήτηση της άποψης ότι οι αγορές μετοχών και ομολόγων βρίσκονται σε διαφορετικά μήκη κύματος. Αντίθετα, το συμπέρασμα είναι πως πρέπει να μην βιαστούμε να δώσουμε υπερβολικά μεγάλη σημασία στην απόκλιση σε αυτό το σημείο, μέχρι να υπάρξουν πιο λεπτομερείς αναλύσεις.

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


Exit mobile version