Η μερική κάλυψη των εξόδων της προεκλογικής εκστρατείας από το ιταλικό δημόσιο δεν αρκεί για τα κόμματα, τα οποία ζητούν την ενεργή στήριξη με συνεισφορά χρημάτων από τους υποψηφίους τους στις εκλογές του Μαρτίου.
Οι εκλογές της 4ης Μαρτίου στην Ιταλία προβλέπουν μια νέα παράμετρο. Πρόκειται για την οικονομική συνεισφορά των υποψηφίων, ιδίως στην κεντροδεξιά παράταξη. Όπως αναφέρει ο ιταλικός τύπος, όλοι οι υποψήφιοι της Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι θα πρέπει να καταβάλουν στα ταμεία του κόμματος κατά μέσο όρο 35.000 ευρώ.
Η επίσημη κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων έχει καταργηθεί. Και η μερική κάλυψη των εξόδων κάθε προεκλογικής εκστρατείας από το ιταλικό δημόσιο δεν αρκεί. Για τον λόγο αυτό ο πρώην «Καβαλιέρε» αναζητά γνωστά πρόσωπα από την κοινωνία των πολιτών, που να είναι σε θέση να δώσουν και μια σημαντική οικονομική συμβολή. Στους υποψήφιους του κόμματος του Ιταλού μεγιστάνα και καναλάρχη, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, είναι πολύ πιθανό να συμπεριλαμβάνεται και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν, Αντριάνο Γκαλλιάνι. Τις ημέρες αυτές, σύμφωνα με την εφημερίδα Κορριέρε Ντέλλα Σέρα, ο Μπερλουσκόνι διαλέγει προσωπικά τα ονόματα των υποψηφίων για τα ψηφοδέλτιά του σε συνεδριάσεις στη βίλα του στο Άρκορε, λίγο έξω από το Μιλάνο.
Το παράδειγμα Μπερλουσκόνι μιμείται η Λέγκα του Βορρά
Το παράδειγμα αποφάσισε να ακολουθήσει και η Λέγκα του Βορρά του Ματτέο Σαλβίνι, η οποία ζητά 20.000 ευρώ από κάθε υποψήφιο. Το ακροδεξιό κόμμα αντιμετωπίζει ουσιαστικό πρόβλημα διότι οι εισαγγελείς της Γένοβας έχουν κατασχέσει πολλούς τραπεζικούς λογαριασμούς του λόγω ατασθαλιών, οι οποίες έγιναν την εποχή κατά την οποία ηγέτης του κόμματος ήταν ο Ουμπέρτο Μπόσσι.
Όσο για την κεντροαριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος, μέχρι σήμερα ο κάθε βουλευτής και γερουσιαστής καλείτο να καταβάλλει 1.500 ευρώ το μήνα σε εσωτερικό ταμείο αλληλεγγύης. Δεν αποκλείεται, όμως, μετά τις εκλογές της άνοιξης το ποσό αυτό να αυξηθεί. Η ιταλική πολιτική θυμίζει όλο και περισσότερο επιχείρηση, η οποία είναι προς τα παρόν άγνωστο εάν θα αποδειχθεί κερδοφόρα.
Πηγή: Deutsche Welle