Για πρώτη φορά εδώ και 43 χρόνια διαπραγματεύονται στη Γενεύη εκπρόσωποι των κοινοτήτων στην Κύπρο, όπως επίσης των εγγυητριών δυνάμεων, της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Βρετανίας, για μία επανένωση της νήσου της Μεσογείου, τονίζεται στα σημερινά δελτία ειδήσεων της δημόσιας Αυστριακής Ραδιοφωνίας, ενώ στο γεγονός αναφέρονται δημοσιεύματα των αυστριακών εφημερίδων.
Σύμφωνα με την είδηση της Αυστριακής Ραδιοφωνίας, σε μία πρώτη φάση φθάνουν στη Γενεύη οι υπουργοί Εξωτερικών για τη συνάντηση, την οποία ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Έσπεν Μπαρθ Άιντε χαρακτήρισε «ιστορική», δηλώνοντας, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, αισιόδοξος πως μέσα στις επόμενες ημέρες θα υπάρξει μία διαρκής λύση με δύο ομόσπονδα κρατίδια σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα. Υπό αμφισβήτηση ήταν, μεταξύ άλλων, η εκ περιτροπής προεδρία, η ακριβής χάραξη των συνόρων, όπως επίσης το εάν θα επιτρέπεται στην Τουρκία να συνεχίσει να διατηρεί στρατιώτες στην Κύπρο.
Στην περίπτωση πιθανότητας λύσης θα μεταβούν στη Γενεύη ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, αναφέρεται στην είδηση στην οποία επισημαίνεται ότι η Κύπρος είναι από το 1974 διαιρεμένη σε τουρκικό και ελληνικό τμήμα, με το τουρκικό τμήμα να αναγνωρίζεται μόνον από την Τουρκία και το ελληνικό τμήμα να είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Τελική φάση στις συνομιλίες για την Κύπρο», τιτλοφορεί το σχετικό δημοσίευμά της η αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ», αναφέροντας πως την Πέμπτη συναντώνται στη Γενεύη, σε έναν πιθανώς αποφασιστικό γύρο διαπραγματεύσεων για την επανένωση της Κύπρου, οι εκπρόσωποι των τριών αποκαλούμενων εγγυητριών δυνάμεων, αρχικά σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας. Με αυτούς, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες θέλει να εξετάσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί από τις αρχές της εβδομάδας, ενώ, αν διαφανεί λύση, τότε θα μεταβούν στη Γενεύη για την υπογραφή της συμφωνίας, οι πρωθυπουργοί Τερέζα Μέι και Αλέξης Τσίπρας όπως επίσης και ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Στο δημοσίευμα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως «η Κύπρος είναι διαιρεμένη από το 1974, όταν η Τουρκία αποβίβασε στρατεύματα στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας για να αποτρέψει τη σχεδιαζόμενη από πραξικοπηματίες προσάρτηση στην Ελλάδα», πως το 80% από τα 1,2 εκατομμύρια του συνολικού πληθυσμού ζουν στο ελληνικό τμήμα, το οποίο, έπειτα από ελληνική πίεση, έγινε το 2004 μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός απέρριψε με δημοψήφισμα την ήδη ώριμη προς υπογραφή συμφωνία για μία επανένωση.
Σημειώνεται επίσης πως την κατάσταση δυσκολεύουν οι εδαφικές επιδιώξεις των δύο πλευρών, μεταξύ των άλλων η επιθυμία των Ελληνοκυπρίων για την «εύφορη» περιοχή της Μόρφου, και των Τουρκοκυπρίων για συνέχιση της παραμονής των στρατιωτών της Άγκυρας στο νησί, που συνιστούν μία διαρκή επιβάρυνση καθώς η Τουρκία έχει διαθέσει μέσα στην τελευταία δεκαετία περίπου τρία δισεκατομμύρια ευρώ στο «προτεκτοράτο» της.
Από την πλευρά της, η πρώην αποικιακή δύναμη Μεγάλη Βρετανία, που παραχώρησε το 1960 στην Κύπρο την ανεξαρτησία της, θέλει οπωσδήποτε να κρατήσει τα στρατεύματά της στην Κύπρο, στην οποία οι δύο στρατιωτικές της βάσεις, στο Ακρωτήρι και στη Δεκέλεια, έχουν εξαιρετική στρατηγική σημασία για τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς συμμάχους τους.
Σε αυτές τις βάσεις, από τις οποίες στρατιωτικά μαχητικά επιχειρούν εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία, είναι μόνιμα σταθμευμένοι 3.000 στρατιώτες, ενώ στην Κύπρο ζουν συνολικά 60.000 Βρετανοί.