Μία διπλή οικονομική πρόκληση θα απασχολήσει το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στην σύνοδο που θα γίνει στις 23/24 Μαρτίου.
Δηλαδή:
- Η διαμόρφωση του πλαισίου των νέων δημοσιονομικών κανόνων που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους των χωρών της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αύξηση των επιπέδων του την περίοδο της πανδημίας και τις υψηλές ανάγκες για επενδύσεις στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης.
- Και το ζήτημα της στήριξης των πράσινων επενδύσεων με κρατικές επιδοτήσεις, ώστε να μη βρεθούν σε μειονεκτική θέση οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μετά το τεράστιο πακέτο ενισχύσεων, ύψους 369 δισ. δολαρίων που έχουν ψηφίσει οι ΗΠΑ για την παραγωγή πράσινων προϊόντων, από ηλιακά πάνελ έως ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Υπενθυμίζεται πως τα θέματα αυτά έχουν συζητηθεί ήδη στο πλαίσιο της ΕΕ, ωστόσο υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες μεταξύ των χωρών – μελών.
Τι λένε οι αναλυτές
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα υπάρξουν συμβιβαστικές λύσεις σε αυτά τα θέματα καθώς οι Ευρωπαίους ηγέτες θα τα συζητήσουν προκειμένου να μπορούν όλες οι χώρες να επιτύχουν κάποιες από τις θέσεις τους.
Σημειώνεται ότι στην τελευταία σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που έγινε στις 9/10 Φεβρουαρίου συζητήθηκε το θέμα της χρηματοδότησης της πράσινης μετάβασης, σύμφωνα με τις προτάσεις που παρουσίασε την 1η Φεβρουαρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι προτάσεις
Οι προτάσεις αυτές προβλέπουν χαλάρωση των κανόνων κρατικής βοήθειας αναφορικά με τις πράσινες επενδύσεις, δηλαδή τη δυνατότητα να στηρίζουν οι κυβερνήσεις τις επιχειρήσεις που θα τις υλοποιήσουν, ενώ η Κομισιόν προανήγγειλε ότι θα προτείνει σε λίγους μήνες και τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου (European sovereign fund) για τη χρηματοδότησή τους.
Στο θέμα της χαλάρωσης των κανόνων για οικονομική βοήθεια των κρατών έχουν αντιδράσει 11 χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η Ιταλία αλλά και η Ισπανία. Οι χώρες αυτές φοβούνται πως με αυτόν τον τρόπο θα ευνοηθεί κυρίως η Γερμανία που έχει πολύ μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για παροχή επιδοτήσεων στις επιχειρήσεις της, με αποτέλεσμα να διασαλευθεί ο ανταγωνισμός στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Για να ξεπερασθεί το πρόβλημα αυτό, μία λύση θα ήταν να υπάρξει κοινός δανεισμός της ΕΕ, κατά το πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου
να υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια και για τις χώρες που δεν έχουν σημαντικά δημοσιονομικά περιθώρια. Ωστόσο, η Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά διαφωνούν, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι υπάρχουν ακόμη πολλά αδιάθετα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ είπε ότι δεν έχουν δεσμευθεί ακόμη τα 252 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ενώ ως πρόσθετα επιχειρήματα κατά μίας νέας ευρωπαϊκής χρηματοδότησης ανέφερε ότι αυτή δεν θα γινόταν δεκτή θετικά από τις αγορές και επιπλέον πως θα αντιστρατευόταν με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη μείωση του πληθωρισμού.
Οι ηγέτες της ΕΕ παρέπεμψαν για τον Μάρτιο την απάντηση στο ερώτημα πώς θα αυξηθεί η ευελιξία στην κρατική χρηματοδότηση χωρίς να υπονομευθεί ο ανταγωνισμός στην Ευρώπη, και περιμένουν νέες πιο συγκεκριμένες προτάσεις από την Κομισιόν.
Το θέμα των νέων δημοσιονομικών κανόνων, δηλαδή της μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είναι εξίσου επείγον διότι η ρήτρα διαφυγής από τους συγκεκριμένους κανόνες που ξεκίνησε με την πανδημία το 2020 και συνεχίσθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία λήγει φέτος.
Επομένως, θα πρέπει οι νέοι κανόνες να συμφωνηθούν πριν καταρτισθούν οι προϋπολογισμοί για το 2024. Αν δεν υπάρξει συμφωνία, τότε θα έπρεπε να ισχύσουν για το επόμενο έτος οι παλαιοί κανόνες, κάτι που πολιτικά δεν θεωρείται ότι αποτελεί επιλογή.
Το θέμα του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης συζητήθηκε στο Ecofin της περασμένης Τρίτης, σύμφωνα με την πρόταση που είχε παρουσιάσει το φθινόπωρο η Κομισιόν.
Η πρόταση της διατηρεί τους ποσοτικούς δείκτες της συνθήκης του Μάαστριχτ – έλλειμμα που δεν θα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος έως το 60% του ΑΕΠ – αλλά προβλέπει μία μεγάλη ευελιξία αναφορικά με την προσαρμογή των χωρών στο όριο του χρέους, μέσα από συμφωνία που θα έκανε η Κομισιόν με κάθε μία αυτές στη βάση τετραετών δημοσιονομικών και οικονομικών προγραμμάτων τους, στο οποία θα περιλαμβάνονταν και οι επενδύσεις που πρόκειται να υλοποιηθούν.
Σύμφωνα με την ίδια πρόταση, η μείωση του χρέους με βιώσιμο τρόπο προς τον στόχο του 60% του ΑΕΠ θα μπορούσε να γίνει ακόμη και σε μία 7ετία, εφόσον υπάρχουν ανάγκες πολύ μεγάλων επενδύσεων. Η βασική φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι η μείωση του χρέους θα πρέπει να γίνεται με τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη.
Με τις θέσεις της Κομισιόν συμφωνούν κατ΄αρχή οι χώρες του Νότου, που έχουν τα υψηλότερα επίπεδα χρέους και επομένως θέλουν τη μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία. Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την πανδημία υπάρχει μία σειρά χωρών που έχουν χρέος υψηλότερο από το 100% του ΑΕΠ – μεταξύ των οποίων η Ιταλία που έχει το δεύτερο υψηλότερο χρέος μετά την Ελλάδα, η Ισπανία και η Γαλλία.
Όπως φάνηκε, όμως, από τη συζήτηση που έγινε στο Ecofin, οι χώρες του Βορρά διαφωνούν με τις διμερείς συμφωνίες για το χρέος.
Γιατί αντιδρά ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας
Μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ μετά το Ecofin επισκέφτηκε την Ολλανδία, τη Φινλανδία και την Αυστρία προκειμένου να εκφράσει τη αντίθεση του για τις προτάσεις της Κομισιόν.
Διευκρινίζεται πως ο Λίντνερ δέχεται να καταργηθεί η υφιστάμενη διάταξη για τη μείωση του υπερβάλλοντος χρέους, δηλαδή πέραν του 60% του ΑΕΠ…..κατά 5% κάθε χρόνο. Συνεπώς φαίνεται πως είναι διατεθειμένος να δεχθεί μικρότερη ετήσια προσαρμογή, δηλαδή μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα αλλά δεν θέλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να έχει τη διακριτική ευχέρεια να εγκρίνει διμερή προγράμματα, επειδή αυτό θα οδηγήσει σε υπερβολική ευελιξία και τελικά στο να μην υπάρχει η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή. Για τον ίδιο λόγο, διαφωνεί με το να υπάρχει δυνατότητα μίας 7ετούς περιόδου για να τεθεί σε βιώσιμη καθοδική τροχιά το χρέος, θεωρώντας ότι αυτή είναι πολύ μεγάλη.
Από την πλευρά του ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Ολιβιέ Μπλανσάρ είπε πως εάν δεν ληφθεί υπόψη η διαφορετική οικονομική κατάσταση των χωρών της ΕΕ, τότε θα γίνει το ίδιο λάθος που υπήρχε και στους προηγούμενους δημοσιονομικούς κανόνες.
Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις είπε ότι αναμένει από τη Σύνοδο Κορυφής να δώσει κατευθύνσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, προκειμένου να μπορεί να υποβάλει έως τις αρχές Απριλίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μία νομοθετική πρόταση.