Στο στόχαστρο της ΕΕ για φοροαποφυγή μεγάλες πολυεθνικές

Η επίτροπος Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ θα ενημερώσει με επιστολή της την ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Fiat και την πολυεθνική αλυσίδα καταστημάτων καφέ Starbucks ότι οι φορολογικές συμφωνίες τους με το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία αντίστοιχα αξιολογούνται από την Κομισιόν ως απαγορευμένες κρατικές επιχορηγήσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται ως εγγυήτρια των ευρωπαϊκών κανονισμών να μεριμνά και για τον δίκαιο ανταγωνισμό.

Αυτός παραβιάζεται όμως σε περιπτώσεις που ορισμένες εταιρείες επωφελούνται από ειδικές και ιδιαίτερα προνομιακές φορολογικές συμφωνίες με κράτη-μέλη της ΕΕ, οι οποίες δεν ισχύουν για τους ανταγωνιστές τους.

 

Στο «εδώλιο» τα κράτη – πληρώνουν οι εταιρείες

Οι αρμόδιες αρχές της Κομισιόν πραγματοποιούν από τον Ιούνιο του 2014 έρευνες για τρεις περιπτώσεις. Πρόκειται για την Apple στην Ιρλανδία, τη Starbucks στην Ολλανδία και μια θυγατρική της Fiat (Fiat Finance and Trade) στο Λουξεμβούργο.

Οι έρευνες γίνονται κατά των κρατών, ωστόσο το οικονομικό βάρος θα κληθούν να σηκώσουν οι εταιρείες επιστρέφοντας ενδεχομένως τα ποσά που δεν κατέβαλαν ως φόρο. Αύριο αναμένεται να ληφθούν αποφάσεις για τις περιπτώσεις των Starbucks και της Fiat Finance and Trade.

Οι έρευνες της Κομισιόν έχουν στο στόχαστρό τους εταιρείες που επωφελήθηκαν από τα λεγόμενα “tax ruling”, τα οποία επιτρέπουν σε μια επιχείρηση να ζητά εκ των προτέρων από μια χώρα να της γνωστοποιήσει τι είδους φορολογική μεταχείριση της επιφυλάσσει.

Αυτές οι συμφωνίες δεν είναι εξ ορισμού παράνομες, ωστόσο επέτρεψαν επί σειρά ετών σε πολυεθνικές εταιρείες να κερδοσκοπούν εγκαθιστώντας τις θυγατρικές τους σε «ευρωπαϊκούς φορολογικούς παραδείσους», όπου πλήρωναν εξαιρετικά χαμηλούς φόρους.

«Επιθετική φοροαποφυγή» είχε χαρακτηριστεί αυτή η πρακτική όταν τον χειμώνα του 2014 ήρθαν στο φως μυστικά φορολογικά έγγραφα, τα γνωστά ως LuxLeaks. Από τότε η Κομισιόν ζητεί από όλα τα κράτη-μέλη να της υποβάλλουν τέτοιου είδους φορολογικούς διακανονισμούς.

Τα ποσά που απέφυγαν να πληρώσουν με τη μορφή φόρου οι εταιρείες είναι διόλου ευκαταφρόνητα.

Στην περίπτωση της Starbucks η ολλανδική θυγατρική Starbucks Manufacturing πλήρωνε μόλις 2,5% αντί του επίσημου 25% που ισχύει για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Τα ποσό που ενδέχεται να κληθεί να επιστρέψει ανέρχεται σε περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ.

Ακόμη υψηλότερο ενδέχεται να είναι το αντίστοιχο ποσό στην περίπτωση της Fiat, που φέρεται να φορολογούνταν με ποσοστό μόλις 1% αντί του 29% που ισχύει κανονικά στο Λουξεμβούργο.

Αυτό μάλιστα επί πρωθυπουργίας του νυν προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος έχει αποποιηθεί κάθε ευθύνης.

Ακόμη μεγαλύτερα μάλιστα εκτιμάται ότι θα είναι τα αντίστοιχα ποσά στις περιπτώσεις της Amazon και της Apple, που επίσης βρίσκονται στο στόχαστρο ερευνών της Κομισιόν.

 

Αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών

Από τις αρχές Οκτωβρίου ισχύουν νέες, αυστηρότερες διατάξεις. Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ, αντιδρώντας στο σκάνδαλο LuxLeaks, ενέκριναν την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών.

Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται η γνωστοποίηση των όρων φορολόγησης μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και η απαγόρευση του ανταγωνισμού για τη φθηνότερη φορολογική έδρα.

Ο ευρωβουλευτής των Γερμανών Πρασίνων Σβεν Γκίγκολντ είναι ένας εκ των πρωτοπόρων στη μάχη των αθέμιτων φορολογικών πρακτικών σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Όπως τόνισε στην DW, «τα ζητούμενα είναι η εντιμότητα και η ισότητα στον ανταγωνισμό. Δεν επιτρέπεται ορισμένες επιχειρήσεις να εξαιρούν τους εαυτούς τους από την πληρωμή φόρων».

Ο Γερμανός πολιτικός ζητά τα ποσά που θα καταβάλλονται από εταιρείες που προβαίνουν σε φοροαποφυγή να ενισχύουν στο εξής τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. «Είναι παράλογο τα κράτη που συμμετείχαν σε αυτό το παιχνίδι της φοροαποφυγής να αντλούν στο τέλος και οφέλη από αυτή τη διαδικασία».

Το έργο της ερευνητικής επιτροπής που έχει συσταθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο να αποκαλύψει ύποπτες μεθόδους στη φορολογική πολιτική ορισμένων χωρών-μελών δεν έχει ολοκληρωθεί, σύμφωνα με τον Σβεν Γκίγκολντ και άλλους ευρωβουλευτές, οι οποίοι ζητούν να παραταθούν οι εργασίες της, που ήταν προγραμματισμένο να τερματιστούν στο τέλος Νοεμβρίου.

Πηγή: DW

Exit mobile version