Σηλυβρία, η μεγαλύτερη φυλακή για δημοσιογράφους

Από τους συνολικά 160 δημοσιογράφους που βρίσκονται σήμερα σε τουρκικές φυλακές, σχεδόν το ένα τρίτο κρατείται στη Σηλυβρία, περίπου 50 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης.

Τα κρατητήρια έγιναν γνωστά πριν από μερικά χρόνια κατ΄ αρχήν στην τουρκική κοινή γνώμη με αφορμή τις υποθέσεις «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα». Εκατοντάδες πρώην στρατιωτικοί, νομικοί, επιχειρηματίες, πολιτικοί και δημοσιογράφοι πέρασαν τότε τις πύλες του κρατητηρίου αφού πρώτα τους είχαν επιβληθεί βαριές ποινές για σχέδια ανατροπής της τουρκικής κυβέρνησης. Πολλές από αυτές τις ποινές ακυρώθηκαν ωστόσο στα χρόνια που μεσολάβησαν.

Μιλώντας στην DW o δικηγόρος Τσελάλ Ουλγκέν, ο οποίος είχε υπερασπιστεί τότε αρκετούς κατηγορουμένους στις δύο πολύκροτες υποθέσεις, χαρακτηρίζει τις φυλακές της Σηλυβρίας ως σύμβολο κυριαρχίας του τρόμου. «Τα κρατητήρια ήταν και παραμένουν συνώνυμο ανομίας, όπου επικρατεί η λογική του ‘όλοι είναι ένοχοι’, όποτε όλοι πρέπει να μπουν φυλακή», λέει.

Χειρότερη η κατάσταση μετά την απόπειρα πραξικοπήματος


Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου οι συνθήκες στα κρατητήρια της Σηλυβρίας έγιναν ακόμα πιο αφόρητες. Στην πτέρυγα αρ. 9, όπου κρατούνται άτομα που κατηγορούνται για σχέσεις με το κίνημα του Γκιουλέν αλλά και δημοσιογράφοι, οι δικηγόροι έχουν σήμερα πρόσβαση στους πελάτες τους μόνο μια ώρα την εβδομάδα, και μάλιστα παρουσία αστυνομικών. Σαν να μην αρκούσαν αυτά, οι συναντήσεις μαγνητοσκοπούνται.

Κατά την άποψη της Ναζιρέ Γκιουρζέλ, συζύγου του εδώ και μήνες κρατουμένου δημοσιογράφου Καντίρ Γκιουρζέλ, η σημερινή κατάσταση που επικρατεί στα κρατητήρια της Σηλυβρίας δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα. Η ίδια επισημαίνει ότι «το κράτος θα έπρεπε να ντρέπεται.

Η ιστορία θα καταγράψει όσα έγιναν στη Σηλυβρία. Οι φυλακές θα γίνουν σύμβολο της τουρκικής δημοκρατίας, όπως έγιναν στο παρελθόν οι φυλακές στο Ντιγιαρμπακίρ ή του Ουλουτσανμλάρ. Κάποτε τα κρατητήρια αυτά θα γίνουν μουσείο, που θα επισκέπτονται τα παιδιά και τα εγγόνια μας για να δουν από κοντά όσα βιώνουμε εμείς σήμερα».

Πηγή: DW

Exit mobile version