«Σφραγίδα προέλευσης» για κρέας και γάλα στην ΕΕ ζητά το Ευρωκοινοβούλιο

Σχετικό ψήφισμα ενέκριναν οι ευρωβουλευτές, με μεγάλη πλειοψηφία, την
Πέμπτη. Με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας προέλευσης, υποστηρίζει ο
ιταλός εισηγητής του Κοινοβουλίου Τζιοβάνι Λα Βία, ο καταναλωτής θα
μπορεί να κάνει «αγορές ξεκάθαρες και συνειδητοποιημένες». Ακούγεται
απλό. Αλλά δεν είναι.

Οι προσπάθειες για υποχρεωτική αναγραφή είχαν
αρχίσει το 2002, μετά την πανευρωπαϊκή επιδημία σπογγώδους
εγκεφαλοπάθειας (BSE) στα βοοειδή, και κατέληξαν σε μία πρώτη οδηγία για
την αναγραφή προέλευσης, αλλά μόνο για το φρέσκο κρέας.


Το 2013, μετά από νέο διατροφικό σκάνδαλο με κρέας αλόγου, που είχε
χρησιμοποιηθεί αντί βοείου κρέατος σε προμαγειρεμένα κατεψυγμένα
λαζάνια, οι υπέρμαχοι της υποχρεωτικής αναγραφής επανήλθαν δριμύτεροι.
Ωστόσο η Κομισιόν εξακολουθεί να δηλώνει αντίθετη σε μία επέκταση της
σήμανσης σε όλα τα προϊόντα κρέατος και γάλακτος.

Και αυτό γιατί, όπως
δηλώνει στο Στρασβούργο ο αρμόδιος επίτροπος Βιτένις Αντριουκάιτις «το
συμπέρασμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι η υποχρεωτική σήμανση δεν
είναι η καλύτερη λύση, εάν λάβουμε υπόψη: πρώτον, την περιορισμένη
προθυμία των καταναλωτών να πληρώσουν γι αυτήν την πληροφορία, δεύτερον,
τον διοικητικό φόρτο, και τρίτον, τις επιπτώσεις του μέτρου στο εμπόριο
και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Συνεπώς η
Κομισιόν δεν εξετάζει επιπλέον νομοθετικά μέτρα».


Οκτώ στους δέκα Ευρωπαίους υπέρ της αναγραφής

Πολλοί αμφισβητούν τα επιχειρήματα αυτά. ‘Αλλωστε, σύμφωνα με
παλαιότερη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 84% των Ευρωπαίων συμφωνεί με
την υποχρεωτική αναγραφή προέλευσης στο γάλα, ενώ το 90% απαιτεί μία
αντίστοιχη σήμανση στα επεξεργασμένα τρόφιμα, που είναι και πιο δύσκολο
να ελεγχθούν ως προς την ποιότητά τους. Μία συσκευασία με την ένδειξη
«λαζάνια με βόειο κρέας Ολλανδίας» προσφέρει ασφαλώς καλύτερη
πληροφόρηση από μία συσκευασία που δεν αναγράφει απολύτως τίποτα. Ωστόσο
πολλοί ευρωβουλευτές συντάσσονται με την άποψη της Κομισιόν, θεωρώντας
ότι οι ευρωπαίοι πολίτες δεν δίνουν προτεραιότητα στην αναλυτική
πληροφόρηση για το προϊόν που αγοράζουν.


Η γερμανίδα ευρωβουλευτής των χριστιανοδημοκρατών Ρενάτε Ζόμερ δηλώνει
χαρακτηριστικά: «Στην πραγματικότητα ο καταναλωτής δεν ενδιαφέρεται για
κάτι τέτοιο. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι κυρίως η τιμή, η γεύση και ο
χρόνος διατήρησης του προϊόντος. Όμως η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου
αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα, επιδίδεται σε λαϊκισμό και
προστατευτισμό. Επιπλέον, μερικά κράτη-μέλη θέλουν να οχυρώσουν την
αγορά τους απέναντι στον ανταγωνισμό και να πείσουν τον καταναλωτή ότι
τα δικά τους προϊόντα είναι εξ΄ορισμού καλύτερα. Αλλά αυτό δεν ισχύει».


Σύμφωνα με σχετική έρευνα της Κομισιόν, η υποχρεωτική αναγραφή
προέλευσης θα προκαλούσε επιπλέον κόστος τουλάχιστον 15-20% στους
ευρωπαίους παραγωγούς και αυτό το κόστος προφανώς θα μετακυλιόταν στον
καταναλωτή. Ως εναλλακτική λύση για λόγους κόστους προτείνεται είτε η
εθελοντική σήμανση είτε μία ειδική ετικέτα για προϊόντα με προέλευση
εκτός ΕΕ. Ωστόσο τα επιχειρήματα αυτά δεν ευσταθούν, λέει ευρωβουλευτής
των Πρασίνων Μάρτιν Χόιζλινγκ. «Τα επιχειρήματα που ακούγονται για να
αποφύγουμε την υποχρεωτική αναγραφή στο κρέας είναι τα ίδια με αυτά που
είχαμε ακούσει παλαιότερα για να μην καθιερώσουμε την αναγραφή στα αυγά ή
στα λαχανικά» επισημαίνει ο γερμανός πολιτικός. «Στην πραγματικότητα
συμβαίνει το αντίθετο: με την υποχρεωτική αναγραφή βοηθάμε τους αγρότες
και κυρίως τους μικρούς παραγωγούς στην περιφέρεια. Αυτή είναι άλλώστε
και η διεθνής τάση στην αγορά τροφίμων».


Το παράδειγμα της Ιρλανδίας

Η πλειοψηφία των ευρωβουλευτών συμμερίζεται την άποψη αυτή και
επιμένει σε υποχρεωτική αναγραφή για τρεις κατηγορίες- το κρέας, τα
γαλακτομικά προϊόντα και τα επεξεργασμένα τρόφιμα- που εκπροσωπούν πάνω
από το 50% της παραγωγής τροφίμων στην ΕΕ.


Άλλωστε, υπάρχει ήδη το «καλό παράδειγμα» της Ιρλανδίας, υπενθυμίζει η
ευρωβουλευτής Λυν Μπόιλαν. Όπως επισημαίνει «το επιχείρημα του κόστους
δεν πείθει. Το έχουμε αποδείξει στην Ιρλανδία, όπου υπάρχει σήμανση για
τη χώρα προέλευσης του κρέατος και τόσο οι παραγωγοί, όσο και οι
λιανοπωλητές, επικροτούν το μέτρο. Επομένως, η υποχρεωτική αναγραφή
είναι ωφέλιμη για το εμπόριο».

Πηγή: DW


Exit mobile version