Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, του κρατιδίου που πλήρωσε τον βαρύτερο φόρο αίματος κατά τις πρόσφατες επιθέσεις στη Γερμανία, επέκρινε ξανά την πολιτική της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ έναντι των προσφύγων και των μεταναστών χθες, απορρίπτοντας το κεντρικό της σύνθημα, την επαναλαμβανόμενη φράση της «μπορούμε να τα καταφέρουμε».
«”Μπορούμε να τα καταφέρουμε”—δεν μπορώ, με όλη μου την καλή πρόθεση, να ενστερνιστώ αυτή τη φράση», τόνισε ο Χορστ Ζεεχόφερ στους δημοσιογράφους έπειτα από μια συνεδρίαση της ηγετικής ομάδας του κόμματός του, της Ένωσης Χριστιανοκοινωνιστών (CSU).
Η δήλωση αυτή του Ζεεχόφερ, η CSU του οποίου είναι το βαυαρικό αδελφό κόμμα της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών (CDU) της Μέρκελ, δείχνει πόσο θα δυσκολευτεί η καγκελάριος να συνεχίσει μια πολιτική που οι επικριτές της ερίζουν ότι διευκόλυνε τις επιθέσεις κι ενδέχεται να μειώσει τη δημοτικότητά της ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών του 2017.
Στη Γερμανία έχουν διαπραχθεί πέντε επιθέσεις μετά την 18η Ιουλίου, με 15 νεκρούς, ανάμεσά τους τέσσερις δράστες, και δεκάδες τραυματίες. Οι δύο από τους ανθρώπους που διέπραξαν επιθέσεις συνδέονταν με τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό, σύμφωνα με τις αρχές. Το Βερολίνο μελετά ακόμη το πώς θα αντιδράσει.
Ο Γενς Σπαν, υφυπουργός Οικονομικών και σημαίνον στέλεχος της CDU, τόνισε ότι η ενσωμάτωση των προσφύγων είναι ηράκλειο έργο, ενώ έκρινε ότι η κυβέρνηση πρέπει να πιέσει περισσότερο τους νεοαφιχθέντες που εμφανίζονται απρόθυμοι να κάνουν μια προσπάθεια να προσαρμοστούν στη Γερμανία.
«Μια απαγόρευση του πέπλου που καλύπτει ολόκληρο το σώμα—του νικάμπ και της μπούρκας—έπρεπε να έχει ήδη επιβληθεί», είπε ο Σπαν στην εφημερίδα Die Welt. «Η εντύπωσή μου είναι ότι υποτιμήσαμε πριν από έναν χρόνο τι θα αντιμετωπίζαμε με αυτή τη μεγάλη κίνηση προσφύγων και μεταναστών», πρόσθεσε.
Πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες εισήλθαν στη Γερμανία το 2015. Πολλοί από αυτούς έφυγαν για να σωθούν από τους πολέμους στο Αφγανιστάν, στη Συρία και στο Ιράκ.
Σε άρθρο της σύνταξής του, το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel επισήμανε ότι η κυβέρνηση του καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ (1974-1982) είχε τροποποιήσει επί το πολύ πιο αυστηρό τους νόμους για να κατασταλεί η δράση της οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός, που εξαπέλυε επιθέσεις εναντίον μελών της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, αλλά όπως πρόσθεσε «οι τρομοκράτες συνέχισαν να βάζουν βόμβες».
Οι δηλώσεις του Ζεεχόφερ, ο οποίος μετά τις επιθέσεις υποστήριξε ότι «όλες μας οι προβλέψεις αποδείχθηκαν σωστές», καταγράφονται μετά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η Μέρκελ την Πέμπτη, όταν επανέλαβε ότι η πεποίθησή της είναι πως «μπορούμε να τα καταφέρουμε» και δεσμεύτηκε ότι δεν θα αλλάξει πολιτική έναντι των προσφύγων και των μεταναστών.
«Το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο για αυτό κι οι προσπάθειες να δοθεί λύση μέχρι τώρα δεν είναι ικανοποιητικές», έκρινε ο Ζεεχόφερ. «Η επιβολή περιορισμών στη μετανάστευση αποτελεί προϋπόθεση για την ασφάλεια σε αυτή τη χώρα», συμπλήρωσε.
Η Μέρκελ παρουσίασε την Πέμπτη ένα σχέδιο εννέα σημείων για την αποτροπή μελλοντικών επιθέσεων, το οποίο συμπεριλαμβάνει ένα σύστημα έγκαιρου εντοπισμού της ριζοσπαστικοποίησης προσφύγων και μεταναστών.
Η καγκελάριος έγινε στόχος έντονων επικρίσεων από χρήστες ιστοτόπων κοινωνικής δικτύωσης διότι δεν αντέδρασε παρά μόλις την επομένη της πιο αιματηρής από τις επιθέσεις, αυτής στο Μόναχο, όπου ένας 18χρονος Γερμανός ιρανικής καταγωγής σκότωσε εννιά ανθρώπους.