Επιστροφή των ελληνικών εξαγωγών σε θετικό έδαφος μετά από τρία έτη συνεχούς πτώσης καταγράφηκε το 2016, σύμφωνα με ενημερωτικό έγγραφο του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στη Μόσχα, για τις διμερείς Εμπορικές Συναλλαγές Ελλάδας – Ρωσίας κατά το 2016.
Σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η πτωτική πορεία του διμερούς εμπορίου μεταξύ Ελλάδας – Ρωσίας συνεχίστηκε και κατά το 2016, αλλά παρουσίασε σημάδια επιβράδυνσης. Ο όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών μειώθηκε κατά 16,8% ως προς την αξία και ανήλθε σε 3,6 δισ. ευρώ.
Σημαντική, ωστόσο, εξέλιξη κατά το περασμένο έτος ήταν η επιστροφή των ελληνικών εξαγωγών σε θετικό έδαφος μετά από τρία έτη συνεχούς πτώσης. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν μικρή άνοδο της τάξης του 1,1% και διαμορφώθηκαν σε 215,5 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές από τη Ρωσία συνέχισαν να μειώνονται με ρυθμό 18% και ανήλθαν σε 2,8 δισ. ευρώ.
Το εμπορικό ισοζύγιο, παρά τη βελτίωσή του κατά περίπου 612 εκατ. ευρώ, παρέμεινε έντονα ελλειμματικό για τη χώρα μας. Οι επιδόσεις αυτές του διμερούς εμπορίου αντανακλούν τις αρνητικές επιπτώσεις που συνεχίζουν να έχουν η ρωσική απαγόρευση εισαγωγών αγροτικών προϊόντων από χώρες της Ε.Ε. και άλλες χώρες που εφήρμοσαν κυρώσεις προς τη Ρωσία για τη στάση της στην κρίση της Ουκρανίας, η σημαντική υποτίμηση του ρωσικού νομίσματος, η οποία συνεχίστηκε και κατά το 2016, καθώς και η μείωση της εγχώριας ζήτησης λόγω της ύφεσης της ρωσικής οικονομίας.
Όσον αφορά στη σύνθεση των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα ενδύματα και εξαρτήματα της ένδυσης από γούνα κατέχουν την πρώτη θέση, με μερίδιο 21% επί των συνολικών εξαγωγών, σημειώνοντας μικρή μείωση 3% σε σχέση με το 2015. Ακολουθούν τα λάδια από πετρέλαιο ή από ασφαλτούχα ορυκτά με μερίδιο 9,8%, τα ακατέργαστα καπνά με μερίδιο 7,8%, τα φύλλα και ταινίες από αργίλιο με μερίδιο 3,9%, οι ανελκυστήρες με μερίδιο 3,7% και οι σωλήνες από χαλκό με 3,5%. Από την πλευρά των εισαγωγών από τη Ρωσία, το συντριπτικό μερίδιο κατέχουν τα λάδια από πετρέλαιο ή από ασφαλτούχα ορυκτά, ακατέργαστα και άλλα, με μερίδιο 70,7% επί του συνόλου, παρά τη σημαντική μείωση που σημειώνουν, και ακολουθούν το φυσικό αέριο με 13,1%, το αργίλιο σε ακατέργαστη μορφή με μερίδιο 7,9%, ο χαλκός σε ακατέργαστη μορφή με 1,5% και το σιτάρι και σμιγάδι με μερίδιο 1%.