Όταν η αύξηση των μισθών δεν συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση παραγωγικότητας, ο κίνδυνος να απολέσει μια οικονομία την ανταγωνιστικότητά της είναι μεγάλος. Κάποιοι θεωρούν ενδεικτικό το γερμανικό παράδειγμα.
Για μισθωτούς και συνταξιούχους στη Γερμανία οι προοπτικές για το άμεσο μέλλον παραμένουν θετικές. Στις φθινοπωρινές τους προβλέψεις, τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της χώρας προβλέπουν ότι οι μισθοί και ειδικά οι συντάξεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται και τα επόμενα χρόνια με άκρως ικανοποιητικούς ρυθμούς. Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι και θα παραμείνουν άκρως ευνοϊκές: το Σεπτέμβριο ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 25 χρόνων.
Ως γνωστόν όμως, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Η αύξηση των μισθών δεν είναι ανάλογη της αύξησης της παραγωγικότητας. Μολονότι δεν εμπνέει ακόμη ανησυχία, η κατάσταση αυτή δεν αποκλείεται να έχει μελλοντικά ιδιαίτερα δυσάρεστες συνέπειες. «Μέχρι στιγμής η βιομηχανία αντιμετωπίζει ικανοποιητικά το αυξανόμενο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το γεγονός δηλαδή ότι η παραγωγικότητα αυξάνεται με πιο βραδείς ρυθμούς από το εργασιακό κόστος», σχολιάζει ο Κρίστοφ Σρέντερ, ειδικός από το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας στην Κολωνίας το οποίο πρόσκειται στους εργοδότες.
Ο ρόλος του κοινού νομίσματος
Οι χαμηλές τιμές των πρώτων υλών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, που καθιστούν τα γερμανικά προϊόντα φθηνότερα στο εξωτερικό, εξισορρόπησαν τις όποιες απώλειες των εξαγωγέων από το αυξανόμενο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, όπως εξηγεί ο ειδικός. «Όταν όμως περάσει αυτή η ιδιαίτερα ευνοϊκή περίοδος, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να χάσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και κατ΄ επέκταση και θέσεις εργασίας», προειδοποιεί ο Κρ. Σρέντερ. Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι αναπτυσσόμενες οικονομίες επένδυσαν πολλά για την αγορά υψηλής γερμανικής τεχνολογίας και ένας από τους λόγους είναι και οι ανταγωνιστικές τιμές των γερμανικών προϊόντων. Εάν η Γερμανία δεν ήταν μέλος της ευρωζώνης και είχε το δικό της νόμισμα, τότε τα προϊόντα της θα ήταν αρκετά ακριβότερα στις διεθνείς αγορές και ο όγκος των εξαγωγών θα ήταν φυσικά ανάλογος, όπως εκτιμά ο ειδικός.
Επιχειρώντας να διαφωτίσει τη διασύνδεση των εξαγωγικών επιδόσεων και της εξέλιξης του κόστους εργασίας στη Γερμανία και να τη συγκρίνει με άλλες χώρες, ο Κρ. Σρέντερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όταν υπάρχει μια δυσανάλογη ως προς την παραγωγικότητα αύξηση του κόστους εργασίας, τότε χάνονται και μερίδια αγοράς. Και αυτό ισχύει πρωτίστως για τη Γερμανία, όπως λέει. Ο ειδικός επικαλείται τον εισαγόμενο από τον ΟΟΣΑ όρο της εξαγωγικής απόδοσης (export performance), που συγκρίνει τα μερίδια αγοράς που έχει μια χώρα στις διεθνείς αγορές.
Προσαρμογή της μισθολογικής πολιτικής στην παραγωγικότητα
Για το 2016 ο ΟΟΣΑ προβλέπει μείωση της εξαγωγικής απόδοσης της Γερμανίας κατά 1,6%. Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης που παρουσιάζει χώρα στην ευρωζώνη, με την αρνητική πρωτιά να ανήκει στην Ελλάδα. Την ώρα που όλες οι χώρες της ευρωζώνης -πλην Φινλανδίας και Εσθονίας- αναμένεται να καταγράψουν το 2017 ανοδικές τάσεις, η Γερμανία θα χάσει την ερχόμενη χρονιά ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς.
Ο Σρέντερ αποδίδει την αρνητική αυτή εξαγωγική απόδοση στο γεγονός ότι η γενναιόδωρες μισθολογικές αυξήσεις δεν συνοδεύτηκαν από αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας. Μπορεί η αύξηση των μισθών να παίζει σημαντικό ρόλο για μια οικονομία καθώς επηρεάζει την καταναλωτική διάθεση των πολιτών, δίνοντας έτσι ώθηση στην ανάπτυξη. «Όταν όμως η ζυγαριά γέρνει προς τη μια πλευρά, τότε χάνονται θέσεις εργασίας». Ο ίδιος προτείνει μια πιο συνετή και συγκρατημένη μισθολογική πολιτική που θα συμβαδίζει με την παραγωγικότητα.
Πηγή: Deutsche Welle