Την αυξανόμενη ανησυχία τους, ότι η ευρωζώνη πρόκειται να πληγεί μετά
τον απροσδόκητο εκλογικό θρίαμβο του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου προέδρου των ΗΠΑ,
Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, τόσο λόγω ενδεχόμενης μείωσης του
διμερούς εμπορίου της με τις ΗΠΑ, όσο και λόγω ενίσχυσης του ευρωπαϊκού κύματος
λαϊκισμού, εκφράζουν τις τελευταίες ημέρες ολοένα και περισσότεροι αξιωματούχοι
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης (ΕΚΤ).
Αυτό αναφέρει το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, τονίζοντας
ότι τόσο το παρασκήνιο, όσο και δημοσίως, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ
επισημαίνουν, ότι η στροφή των ΗΠΑ προς τον εμπορικό προστατευτισμό με πρόεδρο
τον Τραμπ θα μπορούσε να πλήξει την ήδη εύθραυστη ανάκαμψη της ευρωζώνης και να
ανοίξει τον δρόμο σε μια ακόμα μεγαλύτερη λαϊκή αντίδραση ενάντια στην
παγκοσμιοποίηση και το εν εξελίξει έργο της νομισματικής ένωσης.
Η προοπτική αυτή, θα μπορούσε να παρακωλύσει τις προσπάθειες της ΕΚΤ να
τονώσει την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη, ακριβώς την ώρα που η
οικονομική εικόνα αυτής είχε αρχίσει να φαίνεται λιγότερο ζοφερή.
Όπως γράφει το Reuters, στην ευρωζώνη οι πληθωριστικές προσδοκίες, οι
αποδόσεις των ομολόγων και οι τιμές των μετοχών έχουν αυξηθεί μετά τη νίκη Τραμπ,
αποκαλύπτοντας, ότι οι επενδυτές «ποντάρουν» σε επιτάχυνση της ανάπτυξης στις
ΗΠΑ στη βάση των αυξημένων δημοσίων επενδύσεων.
Ωστόσο, η κατάσταση φαίνεται να είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκη από
αυτό και ένα δείγμα του τί έρχεται εμφανίζεται με τη μορφή του αυξημένου
κόστους δανεισμού των περιφερειακών κυβερνήσεων της ευρωζώνης με υψηλό χρέος,
κάτι που δείχνει, ότι οι επενδυτές αποτιμούν έναν πολιτικό κίνδυνο στην
ευρωζώνη, μετά την ενίσχυση των ευρωπαϊκών τάσεων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση
και τον ευρωσκεπτικισμό, στην οποία έχει εισφέρει η νίκη Τραμπ.
Επίσης, όπως έχει προειδοποιήσει ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Βίτορ
Κονστάντσιο o, οι μεγάλες δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομών τις οποίες θα
υλοποιήσει Τραμπ, ενδέχεται να μην ωφελήσουν καθόλου την ευρωζώνη, αν όντως
εφαρμόσει τη διακηρυγμένη αρχή του «Πρώτα η Αμερική», πλήττοντας τις ευρωπαϊκές
εξαγωγές στις ΗΠΑ.