Οι διαδικτυακές υπηρεσίες επικοινωνίας όπως το WhatsApp, το iMessage και το Gmail θα αντιμετωπίσουν αυστηρότερους κανονισμούς για το πώς καταγράφουν τη δικτυακή δράση χρηστών, σύμφωνα με πρόταση του εκτελεστικό τμήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χθες η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να βλάψει εταιρείες που βασίζονται στις διαφημίσεις.
Οι εταιρείες θα πρέπει να εγγυηθούν το απόρρητο των συνομιλιών των πελατών τους και να τους ζητήσουν την άδεια προτού τους παρακολουθήσουν στο διαδίκτυο για να τους αποστείλουν στοχευμένα μηνύματα ανάλογα με τις προτιμήσεις τους.
Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) όπως το Gmail και το Hotmail δεν θα μπορούν να σαρώσουν τα μηνύματα των πελατών τους για να τους παραδόσουν στοχευμένες διαφημίσεις, χωρίς την ρητή άδειά τους.
Οι περισσότερες διαδικτυακές υπηρεσίες που παρέχονται δωρεάν βασίζονται σε διαφημίσεις για τη χρηματοδότησή τους. Το 2015 στο διαδίκτυο ξοδεύτηκαν για διαφήμιση 36,4 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με το Γραφείο Διαδικτυακής Διαφήμισης (IAB).
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επεκτείνει μερικούς κανονισμούς που εφαρμόζονται προς το παρόν από εταιρείες τηλεπικοινωνιών, σε εταιρείες για το διαδίκτυο οι οποίες προσφέρουν υπηρεσίες τηλεφώνου και μηνύματος μέσω του διαδικτύου, γνωστές ως υπηρεσίες Over-The-Top (OTT), και επιδιώκει να κλείσει μια κανονιστική “τρύπα” μεταξύ της βιομηχανίας των τηλεπικοινωνιών και των κυρίως αμερικανικών κολοσσών του διαδικτύου όπως οι εταιρείες Facebook, Google και Microsoft.
Ο κανονισμός θα επιτρέψει στις εταιρείες τηλεπικοινωνιών τη χρήση μεταδεδομένων των πελατών όπως η διάρκεια και γεωγραφική πηγή των τηλεφωνημάτων, καθώς και το περιεχόμενο των συνομιλιών, για να παρέξουν επιπλέον υπηρεσίες και να κερδίσουν περισσότερα χρήματα, παρότι μια ομάδα λομπιστών του κλάδου των τηλεπικοινωνιών ETNO είπε ότι παραμένουν υπό μεγαλύτερο περιορισμό από τους ανταγωνιστές τους στον κλάδο της τεχνολογίας.
Η πρόταση θεσπίζει επίσης και την υποχρέωση των φυλλομετρητών (browsers) του διαδικτύου να ζητήσουν από όλους τους χρήστες με την εγκατάσταση ενός προγράμματος να επιλέξουν εάν επιτρέπουν στους ιστότοπους να τοποθετούν cookies στους φυλλομετρητές τους ώστε να παράσχουν στοχοποιημένες διαφημίσεις.
Μια προηγούμενη εκδοχή του νομοσχεδίου υποχρέωνε τους φυλλομετρητές να θέσουν ως προεπιλεγμένη ρύθμιση (default) την άρνηση τοποθέτησης cookies, τα οποία είναι μικροί φάκελοι που τοποθετούνται στους υπολογιστές των χρηστών όταν επισκέπτονται κάποια ιστοσελίδα, και οι οποίοι παρέχουν στις εταιρείες πληροφορίες για την περιήγηση των χρηστών στο διαδίκτυο.
“Εναπόκειται (πλέον) στον κόσμο να πει ναι ή όχι”, δήλωσε ο Άντρους Άνσιπ, αντιπρόεδρος της Επιτροπής και επίτροπος της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, για το νέο νομοσχέδιο.
Οι διαφημιστές στο διαδίκτυο αντιτείνουν ότι τέτοιοι κανονισμοί υποσκάπτουν κάθε δυνατότητα των ιστότοπων να χρηματοδοτηθούν μόνοι τους και να συνεχίσουν να παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες. “Θα βλάψει ιδιαίτερα εκείνες τις εταιρείες που (…) το βρίσκουν πολύ δύσκολο να μιλήσουν απ’ ευθείας στους τελικούς χρήστες, και μ’ αυτό εννοώ ότι οι τεχνολογικές εταιρείες είναι αυτές που λειτουργούν στο υπόβαθρο και διευκολύνουν κάπως την αγορά και πώληση διαφημίσεων, παρά εκείνες οι εταιρείες με τις οποίες έρχεται άμεσα σε επαφή ο χρήστης”, είπε ο Ίβ Σβάρτσμπαρτ, επικεφαλής της πολιτικής και των κανονιστικών ρυθμίσεων στο ΙΑΒ.
Ωστόσο, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας τεχνολογίας διαφημίσεων Appnext, της οποίας τα έσοδα βασίζονται αποκλειστικά σε διαφημιστικά έξοδα στο διαδίκτυο, είπε ότι οι νέοι κανονισμοί θα φέρουν σαφήνεια και δεν θα έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στα επιχειρηματικά μοντέλα ή τα έσοδα.
“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει έρθει η ώρα να γίνει ολόκληρο το περιβάλλον πιό διαφανές και δίκαιο σε όλους τους εμπλεκόμενους. Οι χρήστες θέλουν εύκολη πρόσβαση σε έμπιστες πηγές πληροφόρησης και να νιώθουν ασφάλεια με τις πληροφορίες που μοιράζονται με άλλους”, είπε ο Έλαντ Νάτανσον.
Οι εταιρείες που παραβιάζουν τον νέο νόμο θα αντιμετωπίσουν ποινές μέχρι και 4,0% του παγκόσμιου τζίρου τους, σύμφωνα με έναν ξεχωριστό νόμο προστασίας δεδομένων που μπαίνει σε εφαρμογή το 2018.
Η πρόταση νόμου θα χρειαστεί να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη-μέλη προτού γίνει νόμος.