Πρόωρες εκλογές στη Γερμανία: Πώς επιδρούν στην οικονομία, σύμφωνα με τους επενδυτές

Γερμανία

Σχεδόν 60 εκατομμύρια ψηφοφόροι  της Γερμανίας καλούνται να προσέλθουν σήμερα στη κάλπη της χώρας για την σύνθεση της επόμενης Bundestag, εν μέσω εσωτερικών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων και παγκόσμιων ανακατατάξεων. Οι κάλπες για τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές άνοιξαν στις 09:00 π.μ (ώρα Ελλάδος) και η πρώτη πρόγνωση του αποτελέσματος (τα exit poll) αναμένεται να γίνει στις 7 μμ  (ώρα Ελλάδος), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας.

Κάποιοι στο μεταξύ έχουν ήδη στρέψει το βλέμμα τους στις εκλογές του… 2029.

Η οικονομία

Οι πρόωρες εκλογές που διεξάγονται στη Γερμανία θα οδηγήσουν στην επανεκκίνηση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης που δοκιμάστηκε από την ύφεση τα δύο τελευταία χρόνια;

Οι επενδυτές δίνουν θετική απάντηση ως προς αυτό και οδήγησε τον δείκτη DAX του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης σε ράλι μετά την προαναγγελία των εκλογών τον περασμένο Νοέμβριο.

Μάλιστα ο δείκτης DAX  από τις περίπου 19.000 μονάδες που ήταν  στις 20 Νοεμβρίου,  την περασμένη εβδομάδα πλησίασε τις 23.000 μονάδες.

Οι αγορές φαίνεται να προεξοφλούν πως ο επικεφαλής του κεντροδεξιού κόμματος CDU, Φρίντριχ Μερτς, θα σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση και  πως θα διαμορφώσει ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.

Τα οικονομικά προβλήματα στη Γερμανία κλιμακώθηκαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε. Το σοκ από την απότομη αύξηση των τιμών ενέργειας ήταν έντονο για την κραταιά βιομηχανία της, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η πορεία της οικονομίας της.

Ο αντίκτυπος από την ενεργειακή κρίση στη γερμανική οικονομία ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όχι μόνο λόγω του ισχυρότερου βιομηχανικού τομέα της αλλά και επειδή οι επιχειρήσεις της εξασφάλιζαν καλύτερες τιμές φυσικού αερίου από τη Ρωσία.

Πολλές γερμανικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να λειτουργούν με χαμηλότερη παραγωγική δυναμικότητα, με την παραγωγή να κινείται σταθερά σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι πριν την κρίση.

Στο αυξημένο κόστος ενέργειας προστέθηκε και η μείωση της ζήτησης για τα γερμανικά προϊόντα, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, για να κλονίσει επιπρόσθετα τη γερμανική βιομηχανία. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Κίνα που συνέχισαν και μετά την κρίση του κορονοϊού να στηρίζουν τη ζήτηση με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η Γερμανία συμμορφώθηκε με το λεγόμενο “φρένο χρέους”, που επιτρέπει έναν πολύ μικρό δανεισμό κάθε χρόνο στην κυβέρνηση, παρά το ότι το χρέος της είναι χαμηλό (περίπου 60% του ΑΕΠ ενώ στις ΗΠΑ είναι πάνω από 120%).

Υπήρξε επίσης πρόβλημα δυσκολίας λήψης πολιτικών αποφάσεων από έναν ετερόκλητο κυβερνητικό συνασπισμό τριών κομμάτων – Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων – υπό τον καγκελάριο Οάλφ Σολτς. Οι διαφωνίες μέσα στον συνασπισμό ήταν τόσο μεγάλες που τελικά αυτός κατέρρευσε.

Οι δημοσκοπήσεις

Μάλιστα σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν την Κεντροδεξιά (CDU/CSU) να προηγείται με ένα ποσοστό περίπου 30% έναντι 20% που έχει η ακροδεξιά (AfD) και 15% οι Σοσιαλδημοκράτες, με τους Πράσινους να έπονται με 14%, η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να είναι δικομματική (κεντροδεξιάς και σοσιαλδημοκρατών) ή τρικομματική, με την προσθήκη και των Πρασίνων.

Θέμα συμμετοχής του AfD δεν τίθεται καθώς ο Μερτς έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθεται να συνεργαστεί με το κόμμα της άκρας δεξιάς.

Για την πολιτική σταθερότητα στη Γερμανία και την πορεία της οικονομίας της θα ήταν καλύτερη μία δικομματική κυβέρνηση και επειδή θα μπορούσε να υπάρξει ταχύτερα μία συμφωνία στο προγραμματικό πλαίσιο της και επειδή θα ήταν πιθανόν λιγότερες οι τριβές στην πορεία της, εκτιμούν αναλυτές.

Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι η Κεντροδεξιά και οι Σοσιαλδημοκράτες θα έχουν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτό θα κριθεί από τα ποσοστά που θα πάρουν τα δύο κόμματα και από το αν οι Φιλελεύθεροι και το αριστερό κόμμα BSW της Ζάρα Βάνγκεχνετ πιάσουν το όριο του 5% που είναι προϋπόθεση για την είσοδό τους στη Βουλή.

Οι ελπίδες των επενδυτών για ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας στηρίζονται στο προεκλογικό πρόγραμμα του CDU και επίσης στην πρόθεση όλων των πιθανών κυβερνητικών εταίρων να προχωρήσουν σε άρση του συνταγματικά κατοχυρωμένου “φρένου χρέους”. Για την άρση του χρειάζεται ενισχυμένη πλειοψηφία των δύο τρίτων της Βουλής, η οποία θεωρείται πως είναι πιθανό να υπάρξει.

Ο Μερτς υποστηρίζει τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 25%, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τον συντελεστή εταιρικής φορολογίας που ισχύει στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, καθώς και τη μείωση του ρυθμιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο ευέλικτα.

Από την πλευρά τους, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ  στο να δοθούν επιδοτήσεις επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις για την τόνωση της γερμανικής οικονομίας, ενώ προτιμούν φορολογικές ελαφρύνσεις για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.

Σε κάθε περίπτωση, από την απάντηση στο ερώτημα για την ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας θα επηρεαστεί η ανάπτυξη και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες επηρεάζονται από αυτή μέσω του εμπορίου και των επενδύσεων. Με το γερμανικό ΑΕΠ να αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, η Γερμανία παραμένει αναμφίβολα η “ατμομηχανή” της οικονομίας όλης της περιοχής.

Οι εκλογές σε αριθμούς και το… καρναβάλι

Δημοσκοπήσεις: Η τελευταία δημοσκόπηση, του ινστιτούτου INSA για λογαριασμό της εφημερίδας Bild, δίνει στην Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) 29,5%, στην Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) 21%, στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) 15%, στους Πράσινους 12,5%, στην Αριστερά 7,5%, στην Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) 5% και στους Φιλελεύθερους (FDP) 4,5%.

Εκλογείς: 59,2 εκατομμύρια ψηφοφόροι καλούνται σήμερα στις κάλπες, κατά 1,2 εκατ. λιγότεροι απ’ ό,τι το 2021. Από το σύνολο αυτό, τα 30,6 εκατ. είναι γυναίκες. Οι νέοι ψηφοφόροι είναι 1,2 εκατ..

Έδρες: Η 21η Bundestag θα αριθμεί ως και 630 βουλευτές, σύμφωνα με τις επιταγές του νέου εκλογικού νόμου. Μέχρι τώρα δεν προβλεπόταν ανώτατο όριο αριθμού εδρών, με αποτέλεσμα η απερχόμενη βουλή να αριθμεί 733 μέλη.

Κόμματα: Την ψήφο των πολιτών διεκδικούν σήμερα 29 πολιτικά κόμματα, πολύ λιγότερα από τα 47 των εκλογών του 2021. Μόλις 10 από τα 29 πάντως εκπροσωπούνται με ψηφοδέλτια και στα 16 κρατίδια.

Υποψήφιοι: Για μια θέση στην επόμενη βουλή δίνουν μάχη 4.506 υποψήφιοι — αναπόφευκτα λιγότεροι από τους 6.211 του 2021. Οι γυναίκες υποψήφιες είναι 1.422, το 32% του συνόλου, όχι μακριά από το 33% των προηγούμενων εκλογών, που αποτελούσε ρεκόρ.

Υποψήφιοι καγκελάριοι: Μέχρι πρότινος, χρίσμα «υποψηφίου καγκελάριου» έδιναν τα κόμματα τα οποία εκ των πραγμάτων είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσουν τις εκλογές. Φέτος όμως, για πρώτη φορά, το ταμπελάκι αυτό φορούν πέντε: Ο Όλαφ Σολτς (SPD), ο Φρίντριχ Μερτς (CDU/CSU), η Αλίς Βάιντελ (AfD), o Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι) και η Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW). Ο Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) παρέμεινε «κορυφαίος υποψήφιος», ενώ η Χάιντι Ράιχινεκ με τον Γιαν φαν Άκεν είναι το «κορυφαίο δίδυμο» της Αριστεράς.

Η παράμετρος «καρναβάλι»: Οι εκλογές διεξάγονται εν μέσω καρναβαλιού, το οποίο παραδοσιακά τιμάται ιδιαίτερα στην Γερμανία. Η Ομοσπονδιακή Εφορευτική Επιτροπή έχει εκδώσει λοιπόν ειδική εγκύκλιο, η οποία προβλέπει ότι ο/η ψηφοφόρος μπορεί να προσέλθει στα εκλογικά τμήματα με μεταμφίεση, όμως πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποκαλύψει το πρόσωπό του στην εφορευτική επιτροπή, προκειμένου να ταυτοποιηθεί.

Η επόμενη μέρα και το 2029

Από αύριο η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς καθίσταται υπηρεσιακή, αλλά παραμένει στη θέση της μέχρι τον σχηματισμό νέου κυβερνητικού συνασπισμού, για τον οποίο τον πρώτο λόγο θα έχει ο αποψινός νικητής, κατά πάσα πιθανότητα ο Φρίντριχ Μερτς — τα γερμανικά ΜΜΕ άλλωστε τον χαρακτηρίζουν εδώ και μήνες «καγκελάριο εν αναμονή».

Παρότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο πολιτικής αστάθειας ή ακυβερνησίας, αυτή τη φορά είναι διάχυτη η αίσθηση της ανάγκης να σχηματιστεί το συντομότερο δυνατό σταθερή νέα κυβέρνηση.

Τα προβλήματα στο εσωτερικό, η συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση, το μεταναστευτικό, και στο εξωτερικό η νέα πραγματικότητα μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και ραγδαίες εξελίξεις όσον αφορά την Ουκρανία, θεωρούνται εξαιρετικά πιεστικά κι όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει απεριόριστος χρόνος. Ήδη ο κ. Μερτς έχει φροντίσει να… σβήσει κάποιες «κόκκινες γραμμές» του: Δεν μιλά πλέον για 40.000 απελάσεις αλλά για 500, που αφορούν εξακριβωμένα επικίνδυνους ανθρώπους, δεν απορρίπτει κατηγορηματικά την μεταρρύθμιση του «φρένου χρέους» προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις στην άμυνα και να συνεχιστεί η στήριξη της Ουκρανίας.

Ο πιθανότερος επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός αναμένεται να σχηματιστεί από τα CDU/CSU και SPD, αν και όσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό του νικητή κι όσο περισσότερα από τα μικρά κόμματα εξασφαλίσουν τελικά την είσοδό τους στη Βουλή, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να απαιτηθεί σύμπραξη τριών κομμάτων.

Αυτό θα μπορούσε να περιπλέξει την διαδικασία και να προκαλέσει καθυστερήσεις. Για τον Φρίντριχ Μερτς, θα ήταν ρεαλιστικό η νέα κυβέρνηση να αναλάβει τα καθήκοντά της περί το Πάσχα.

Τα κόμματα του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου» καλούνται να αποδείξουν ότι καταλαβαίνουν τα προβλήματα των πολιτών κι έχουν αποτελεσματικές λύσεις. Ακόμη και αν θεωρείται βέβαιο ότι η AfD δεν θα αναλάβει κυβερνητική ευθύνη, καθώς όλοι δεσμεύονται πως δεν θα συνεργαστούν μαζί της, η επόμενη κυβέρνηση θα βλέπει καθημερινά τη βαριά σκιά της και θα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο η ακροδεξιά —με εμφανή ή όχι εξωτερική υποστήριξη— να εξακολουθήσει να ενισχύεται και στις επόμενες εκλογές να αναδειχθεί ως ακόμη και πρώτη πολιτική δύναμη, όπως συνέβη στη γειτονική Αυστρία.

 

Exit mobile version