της Noémie Rousseau *
Προσοχή στον θρίαμβο των λαϊκιστών το 2017, προειδοποίησε ο γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς την επομένη της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. Η Μαρίν Λεπέν πανηγύρισε, ο Σαρκοζί αισθάνθηκε ότι παίρνουν αέρα τα πανιά του, ενώ ο Αλέν Ζιπέ υπογράμμισε τους κινδύνους που έχουν η δημαγωγία και ο εξτρεμισμός για τη δημοκρατία. Ο Φρανσουά Ολάντ μίλησε για μια περίοδο αστάθειας, ενώ αρκετοί στη Δεξιά ερμήνευσαν αυτόν τον πολιτικό σεισμό ως νίκη των καθημερινών ανθρώπων απέναντι στην «ελίτ», την «ολιγαρχία» και το «κατεστημένο».
Η νίκη του Τραμπ συνιστά τον θρίαμβο ενός ρατσιστή, σεξιστή, άξεστου και χοντροκομμένου δισεκατομμυριούχου απέναντι στη Χίλαρι Κλίντον, τα μέσα ενημέρωσης, τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων, την «ενιαία σκέψη» όπως λέει ο Σαρκοζί. Ο Ντόναλντ Τραμπ, που έχει έμμονη ιδέα με τα σύνορα, γίνεται κι αυτός ένα σύνορο. Από τη μια πλευρά υπάρχουν οι πολιτικοί που καταγγέλλουν τον λαϊκισμό του κι από την άλλη εκείνοι που προτιμούν να μιλούν για τον λαό, έναν λαό που κι αυτοί έχουν την ικανότητα να ακούσουν, να καταλάβουν και κατά συνέπεια να τον εκπροσωπήσουν.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι έχει αυτή την ικανότητα. Κατά την άποψη του αρχηγού του κινήματος «Μπροστά», και υποψηφίου πλέον για την προεδρία της Γαλλίας, η επιτυχία του αμερικανού μεγιστάνα ήταν έκφραση της απόρριψης ενός βαθέος συστήματος, της ίδιας απόρριψης για την οποία ακούει κι εκείνος εδώ και δύο χρόνια στη Γαλλία. Οι δηλώσεις αυτές τον κατέταξαν κι αυτόν στο στρατόπεδο των λαϊκιστών. Όπως είπε το καλοκαίρι ο Μανουέλ Βαλς, ο πρώην υπουργός Οικονομίας «υπέκυψε στις σειρήνες του λαϊκισμού» όταν άρχισε να τα βάζει το σύστημα – τη στιγμή που κι ο ίδιος προϊόν του ίδιου συστήματος είναι.
Ο Μακρόν δεν άργησε να απαντήσει, επικρίνοντας την «εκδικητική» προσέγγιση του Βαλς. Νέα αντίδραση του πρωθυπουργού: ο Μακρόν ασκεί «έναν λάιτ λαϊκισμό». Απάντηση: «Αυτό λέγεται δημοκρατία». Ένα από τα δύο λοιπόν συμβαίνει. Η ο Μακρόν είναι λαϊκιστής (όπως και ο Τραμπ;) Η ο Βαλς δεν είναι δημοκράτης.
Η μήπως ο όρος «λαϊκισμός» δεν αποτελεί πλέον προσβολή; Η άνοδος του λαϊκισμού είναι πραγματική ή πρόκειται απλώς για έναν όρο που έχει γίνει της μόδας; Οικουμενική απάντηση δεν υπάρχει, ούτε στο επιστημονικό ούτε στο πολιτικό πεδίο. «Υπάρχουν δύο απόψεις», λέει ο ελβετός ιστορικός Νταμίρ Σκεντέροβιτς. «Η μία θεωρεί τον λαϊκισμό μια πολιτική μορφή, ένα στιλ, μια στρατηγική. Η άλλη τον θεωρεί ιδεολογία, ένα μανιχαϊστικό δόγμα, μια διχοτόμηση μεταξύ λαού και ελίτ που χρησιμεύει στην ερμηνεία του κόσμου.
Αν ο λαϊκισμός δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, ένας λόγος είναι «ότι έχει μια απόχρωση ρομαντισμού», παρατηρεί ο ψυχολόγος και πολιτειολόγος Αλεξάντρ Ντορνά. Η απόχρωση αυτή τον συνδέει με τις καλλιτεχνικές του ρίζες. Ο λαϊκισμός περιέγραφε αρχικά στη Γαλλία ένα λογοτεχνικό ρεύμα που ήταν αντίθετο στη μεγαλοαστική λογοτεχνία. Μέχρι πρόσφατα, στην πραγματικότητα μέχρι τον Τραμπ, ο λαϊκισμός στην Αμερική ήταν συνώνυμο της κοινωνικής προόδου, καθώς παρέπεμπε στο People’s Party, ένα κίνημα αγροτών της Μινεσότα που ζητούσαν την κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων, το τέλος του τραπεζικού συστήματος και περισσότερη άμεση δημοκρατία.
Πράγματι, καμιά ανάλυση του λαϊκισμού δεν μπορεί να ξεφύγει από κάποια θεωρία της δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον καναδό πολιτειολόγο Φρανσίς Ντιπουί-Ντερί, ο λαϊκισμός ενθαρρύνεται από την ίδια τη λογική του εκλογικού συστήματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που θεωρείται η έκφραση της κυριαρχίας και της ισχύος του λαού. Πρόκειται όμως για απάτη, καθώς «ο λαός αυτός δεν μπορεί να ασκήσει την κυριαρχία του παρά μέσω των αντιπροσώπων του που σκέφτονται, μιλούν και δρουν στο όνομά του». Με την άμεση δημοκρατία, ο λαϊκισμός είναι αδύνατος. Τα κινήματα κατάληψης των δημοσίων χώρων (το Occupy στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Αγανακτισμένοι στην Ισπανία, το Nuit debout στη Γαλλία), δίνουν τη δυνατότητα έκφρασης ταυτόχρονα στη δημοκρατία και τον λαό, ο οποίος αποτελεί μια αυτόνομη συλλογικότητα.
Ο λαϊκισμός είναι ένας «πυρετός», λέει ο Ντορνά. Η αρρώστια είναι η δημοκρατία που τρίζει, επειδή δεν εκλέγουμε πια τους καλύτερους, αλλά τους μη χειρότερους. «Κοιμόμαστε άσχημα, ζούμε άσχημα», τονίζει. Κάθε τόσο, ο πυρετός μετατρέπεται σε «αναταραχή», σε «επανάσταση», καταλαμβάνει τη μάζα, «που θέλει να φύγουν όλοι, γιατί όλοι είναι λαϊκιστές». Ο κίνδυνος είναι η βίαιη διακοπή της δημοκρατίας, το να δώσει η πολιτική τη θέση της στη βία, το να οδηγήσει η συλλογική κόπωση στην εκμηδένιση της σκέψης. Για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος, πρέπει να ακούσουμε την κραυγή της απόρριψης της κυριαρχίας, να βγούμε από την «πνευματική άρνηση» και από αυτό το σύστημα σκέψης που λαμβάνει υπόψη μόνο τις γνώμες και αγνοεί τα συναισθήματα. Ένα σύστημα που υπερασπίζεται τον εαυτό του «επιβάλλοντας ένα διαρκές mea culpa: δεν μπορούμε να μιλήσουμε άσχημα για τη δημοκρατία». Κι έτσι μιλάμε όλο και λιγότερο γι’αυτήν. Σύμφωνα με τον γερμανό πολιτειολόγο Γιαν-Βέρνερ Μίλερ, ο λαϊκισμός διεισδύει εκεί όπου δεν γίνεται πια συζήτηση, όπου ο πλουραλισμός είναι νεκρός.
Η Ευρώπη έχει γίνει ένας τεράστιος τεχνοκρατικός μηχανισμός όπου οι συζητήσεις είναι επιφανειακές, καθώς οι λύσεις είναι μαθηματικές, αυτόματες. «Το να είσαι κατά της πολιτικής της λιτότητας ισοδυναμεί με το να είσαι κατά της Ευρώπης», λέει ο Μίλερ. «Οι ευρωπαίοι ηγέτες επιτέθηκαν έτσι στο Podemos και τον ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας τους ότι είναι λαϊκιστές». Μα τα δύο αυτά κόμματα προσαρμόστηκαν στο σύστημα και έφεραν στις κάλπες έναν αριθμό πολιτών που είχε απομακρυνθεί από αυτές.
Για τον Μίλερ, ο λαϊκιστής αναγνωρίζεται από το «ηθικό μονοπώλιο της αντιπροσώπευσης». Λέει συνεχώς: «Εμείς είμαστε ο λαός». Ο λαϊκιστής δεν τάσσεται μόνο κατά της ελίτ, τάσσεται κυρίως κατά του πλουραλισμού. Κι έτσι, οι πολιτικοί δεν είναι όλοι νόμιμοι και οι πολίτες που διαφωνούν δεν ανήκουν στον πραγματικό λαό. Ο «λαός» του λαϊκιστή είναι μια ομοιογενής οντότητα, της οποίας θεματοφύλακας είναι ο ίδιος. Η βαθιά Γαλλία, που οι πρόγονοί της είναι οι Γαλάτες, ή η Γαλλία των χαμένων της παγκοσμιοποίησης.
Ο λαϊκιστής γνωρίζει τον λαό απ’έξω. Κι όταν το αποτέλεσμα των εκλογών δεν είναι ευνοϊκό, φταίει το σύστημα ή η σιωπηλή πλειοψηφία που δεν μπόρεσε να εκφραστεί σωστά. Ο λαϊκιστής έχει πάντα δίκιο. Και επιτίθεται στους θεσμούς ισχυριζόμενος ότι δεν του επιτρέπουν να έχει πρόσβαση σε αυτούς. Όταν λοιπόν αναλαμβάνει την εξουσία με μια ικανοποιητική πλειοψηφία, προσπαθεί να τους μεταρρυθμίσει, όπως κάνει ο Ορμπαν.
Σύμφωνα με τον Μίλερ, ο λαϊκισμός είναι πάντα αυταρχικός. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί; «Πρέπει να μιλάμε μαζί τους, αλλά όχι όπως εκείνοι», επιμένει. «Το να απαντάμε σε έναν αποκλεισμό με έναν άλλον αποκλεισμό είναι αντιφατικό. Πρέπει να συζητάμε με τους λαϊκιστές χωρίς να δεχόμαστε τον τρόπο που πλαισιώνουν ηθικά τα προβλήματα. Σήμερα, όλα στη Γαλλία περιστρέφονται γύρω από τη Λεπέν, όπως στη Βρετανία περιστρέφονταν πριν από το Brexit γύρω από τον Φάρατζ».
Η βελγίδα φιλόσοφος Σαντάλ Μουφ, που τοποθετεί τον εαυτό της στο μεταμαρξιστικό ρεύμα, κατατάσσει το Podemos και τον ΣΥΡΙΖΑ στους λαϊκιστές – αλλά δεν το θεωρεί αρνητικό. «Η δημοκρατία είναι η οικοδόμηση του λαού, μια πολιτική έννοια που δεν υπάρχει a priori. Η ίδια η άσκηση της πολιτικής προϋποθέτει την οικοδόμηση ενός ορίου ανάμεσα σε `εκείνους` και σε `εμάς`», τονίζει. Κατά την άποψή της, η ψήφος των εργατών προς το Εθνικό Μέτωπο είναι ένα «διαστρεβλωμένο δημοκρατικό αίτημα» στο οποίο πρέπει να δοθεί μια άλλη απάντηση: ο λαϊκισμός της Αριστεράς.
Ο λαϊκισμός δεν είναι λοιπόν απειλή, αλλά φάρμακο, που θα ξαναδώσει χρώμα στη δημοκρατία και θα σώσει την Αριστερά. «Η δημοκρατία βασίζεται σε αρχές που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν απολύτως», σημειώνει. «Η απόλυτη ελευθερία και η απόλυτη ισότητα δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, υπόκεινται όμως σε μια διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, μεταξύ κυριαρχίας της ελευθερίας και κυριαρχίας της ισότητας». Εδώ και δεκαετίες, η ζυγαριά γέρνει προς τα δεξιά. Πρέπει λοιπόν να αναμορφωθεί το σοσιαλιστικό ιδανικό στη βάση της ριζοσπαστικοποίησης της δημοκρατίας. Να το «εμείς» που πρέπει να κτίσει ο λαϊκισμός της Αριστεράς, απέναντι στο «αυτοί» που περιλαμβάνει όσους υπερασπίζονται το νεοφιλελεύθερο σύστημα.
* Η Νοεμί Ρουσό είναι αρθρογράφος της Libération
Πηγή: Libération/ ΑΠΕ-ΜΠΕ