Στην ψύχραιμη στάση που διατηρούν οι Βρετανοί πολίτες μετά την επίθεση που σημειώθηκε στο Μάντσεστερ, αναφέρεται δημοσίευμα του “Politico”.
Συγκεκριμένα στο σχετικό δημοσίευμα του Politico σημειώνεται ότι παρά την χρονική
στιγμή που συνέβη και την μεγάλη συναισθηματική φόρτιση που επικρατεί στη χώρα,
η αποτρόπαια βομβιστική επίθεση στο Μάντσεστερ είναι απίθανο να προκαλέσει
μεγάλο αντίκτυπο στις επερχόμενες βρετανικές εκλογές της 7ης Ιουνίου.
Ο φόβος της τρομοκρατίας δεν μεταφράζεται αναγκαστικά σε
“σκληροπυρηνικές” επιλογές στην κάλπη, σύμφωνα με το Politico.
Η ιστορία και τα
αποτελέσματα σχετικών ερευνών αποδεικνύουν ότι οι Βρετανοί πολίτες, οι οποίοι
είναι εξοικειωμένοι με τις τρομοκρατικές
επιθέσεις, θα διατηρήσουν την παραδοσιακή ψυχραιμία τους. Πρόσφατες είναι ακόμα
οι μνήμες από τα όσα συνέβησαν ως αποτέλεσμα της διένεξης με τη Βόρεια
Ιρλανδία. Για δεκαετίες τόσο η Βόρεια Ιρλανδία, όσο και η Μεγάλη Βρετανία ήταν
θέρετρα παραστρατιωτικής βίας και τρομοκρατικών επιθέσεων.
Στη διάρκεια αυτών των αιματηρών δεκαετιών οι ψηφοφόροι
αναγκάστηκαν να λάβουν υπόψη τους όλα αυτό το σκηνικό, ενώ οι δημοσιογράφοι
καθιέρωσαν μία υψηλού επιπέδου ρεαλιστική προσέγγιση στην κάλυψη των
τρομοκρατικών επιθέσεων.
Όταν ήταν η πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, η
Μάργκαρετ Θάτσερ ζητούσε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να αντισταθούν στο να δίνουν
στους δράστες το λεγόμενο ” οξυγόνο της δημοσιότητας “.
Για δεκαετίες, η κάλυψη της πολιτικής βίας υπάκουε στο
αξίωμα ότι όσο λιγότερο δημοσιοποιείς τις πράξεις των τρομοκρατών, τόσο
λιγότερη θα είναι και η εξουσία τους να “τρομοκρατούν” το κοινό.
Κάποια περίοδο είχε απαγορευθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Δημοκρατία της
Ιρλανδίας η πρόσβαση στα μέσα επικοινωνίας των πολιτικών κομμάτων, που είχαν
δεσμούς με τρομοκρατικές ομάδες. Οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς στη Βόρεια Ιρλανδία
“προσπερνούσαν” την απαγόρευση ντουμπλάροντας τις ομιλίες και τις
συνεντεύξεις των “κομμένων” πολιτικών με φωνές ηθοποιών.
Καθώς όμως με την πάροδο των χρόνων άλλαξε ο κόσμος και ο
τρόπος λειτουργίας των μέσων ενημέρωσης, παρομοίως άλλαξε και η προσέγγιση των
Βρετανών στην κάλυψη της τρομοκρατίας. Όταν το 2005 τέσσερις τζιχαντιστές,
Βρετανοί υπήκοοι, έβαλαν εκρηκτικά στο μετρό του Λονδίνου με αποτέλεσμα να
σκοτωθούν 52 άνθρωποι, το συνήθως νηφάλιο BBC έκανε αγώνα δρόμου για να
κρατήσει την προσοχή του κοινού.
Το BBC απέδιδε την έκρηξη σε μία μεγάλη
ηλεκτρική βλάβη, ωστόσο το τηλεοπτικό δίκτυο του μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοχ Sky
μετέδιδε ζωντανά το γεγονός αποδίδοντάς το σε τρομοκρατική επίθεση.
Μπορεί των γεγονότων από τα ταμπλόϊντ να ήταν
φοβιστική, ωστόσο οι εφημερίδες δεν διέθεταν την οπτική αμεσότητα των
εθνικών ραδιοτηλεοπτικών δικτύων. Και δεν ήταν οι εφημερίδες, αλλά οι
ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί όπως το BBC, το οποίο ξεκίνησε μία συζήτηση σχετικά
με το γιατί οι Βρετανοί πολίτες επιτίθενται στους συμπολίτες τους και αυτό
έδωσε τον τόνο.
Εν συνεχεία ακολούθησε το κοινό αίσθημα. Ένα ερευνητικό
πρόγραμμα σχετικά με το πώς ο φόβος της τρομοκρατίας επηρεάζει τις προθέσεις
των ψηφοφόρων, συνέλεξε δεδομένα για το τι συμβαίνει μετά από βομβιστικές
επιθέσεις. Διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε αξιοσημείωτη αλλαγή στον τρόπο που
δεκάδες Βρετανοί πολίτες – ακόμη και εκείνοι που ζούσαν στο Λονδίνο – μιλούσαν
για την τρομοκρατία, την ασφάλεια και το πώς ψήφιζαν μετά τις επιθέσεις.
Όταν οι ΗΠΑ και η Ρωσία έζησαν και αυτές τρομοκρατικές
επιθέσεις, οι ψηφοφόροι των δύο χωρών τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της ανάγκης για
ασφάλεια και προστασία.
Αντιθέτως, η βρετανική απάντηση αντανακλά την άποψη ότι
είναι θέμα των πολιτών να αντισταθούν σε ενδεχόμενη επιρροή από τρομοκρατικές
πράξεις. Οι ψηφοφόροι επέδειξαν ελάχιστη υπομονή στους πολιτικούς, οι οποίοι
προσπάθησαν να αποκομίσουν οφέλη από την βία.
Η απόφαση των πολιτικών κομμάτων της Βρετανίας να
αναστείλουν τις προεκλογικές τους δραστηριότητες στον απόηχο της τραγωδίας στο
Μάντσεστερ, δείχνει την αίσθηση της ευπρέπειας και αποδεικνύει τη δύναμη του
δημοκρατικού συστήματος.
Το να προσπαθήσεις να απευθυνθείς στο λαϊκό συναίσθημα
ή να κερδίσεις την υποστήριξη του κόμματος εκμεταλλευόμενος αυτή την τραγωδία
ούτως ή άλλως είναι παντού δύσκολο, κυρίως στην Μεγάλη Βρετανία θα ήταν
πολιτική αυτοκτονία για έναν παραδοσιακό πολιτικό.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται οτι στις ΗΠΑ τα κόμματα είναι κυρίως εμπορικές φίρμες, ενώ οι
υποψήφιοι εξαρτώνται από τους τοπικούς ψηφοφόρους τους. Ενώ στη Βρετανία, είναι τα
κόμματα που επιλέγουν ποιος θα τεθεί σε διάφορες εκλογικές περιφέρειες τις
οποίες ελέγχουν στη συνέχεια για τον ποιόν επέλεξαν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα
μεγάλα κόμματα να παραμένουν στην ιεραρχία, πειθαρχημένοι οργανισμοί όπου
προσωπικότητες και “επιγραμματικές δηλώσεις” μετράνε πολύ λιγότερο
από ό,τι η πίστη στο κόμμα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν
διαμορφώνουν μακροπρόθεσμα πολιτικές προτιμήσεις ή δεν δίνουν ένα πλεονέκτημα
στους πιο δεξιούς πολιτικούς.
Το Συντηρητικό Κόμμα της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι
λίγο πριν από την επίθεση είχε παγιώσει ένα προβάδισμα της τάξης του 48%, έναντι
33% υπέρ των Εργατικών. Ποσοστό που μάλλον δεν πρόκειται να αλλάξει. Η
βομβιστική επίθεση στο Μάντσεστερ είναι απίθανο να λειτουργήσει προς όφελος των
Εργατικών οι θέσεις των οποίων φαντάζουν αδύναμες στον τομέα της ασφάλειας.
Τα μικρότερα κόμματα, όπως το αντιμεταναστευτικό Κόμμα
Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου ίσως προσπαθήσει να “μεταφράσει”
τους φόβους κάποιων σε ψήφους. Το να προσπαθεί κανείς να εξάγει πολιτικά οφέλη
από την τραγωδία του Μάντσεστερ είναι μια κακή στρατηγική για τα παραδοσιακά
βρετανικά κόμματα.
Με τη χώρα να βρίσκεται σε κατάσταση υψίστης επιφυλακής και
υπό τον φόβο νέων επιθέσεων, η Βρετανία μπορεί να κρατήσει μια απόσταση
ασφαλείας μεταξύ των τρομοκρατών και της κάλπης.