του Αλέν Ντιαμέλ*
Είναι η πιο διαδεδομένη ιδέα της εποχής: Όποτε γίνεται μια εκλογική αναμέτρηση στην Ευρώπη, σε οποιαδήποτε χώρα, ανασύρεται αμέσως ο παβλοφικός μύθος της ρήξης ανάμεσα στον λαό και τις ελίτ. Αυτή είναι η ύπατη εξήγηση της ψήφου. Από τη μια μεριά είναι οι παγκοσμιοποιημένες, ευημερούσες και εγωιστικές ελίτ, κι από την άλλη ο ξεχασμένος και χειραγωγημένος λαός που επιτέλους εκδικείται και σαρώνει τα αρπακτικά. Οι πατριωτικές μάζες εναντίον των απάτριδων ελίτ. Το επιχείρημα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί δεκάδες φορές, με αφορμή τα δημοψηφίσματα της Ολλανδίας και της Γαλλίας και φυσικά, τώρα, μετά το ιστορικό σοκ του Brexit.
Ο βρετανικός λαός ξεσηκώθηκε κατά της Ευρώπης, οι ελίτ που έχουν τη μορφή του Σίτι ηττήθηκαν. Οι καθαροί κέρδισαν, οι κακοί τράπηκαν σε φυγή. Η άκρα Δεξιά και η άκρα Αριστερά επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά αυτό το στερεότυπο. Το Brexit αποτελεί το πιο εντυπωσιακό και το πιο πειστικό παράδειγμα της νικηφόρας εξέγερσης του λαού κατά των ελίτ.
Η πραγματικότητα είναι όμως λιγότερο μανιχαϊστική από αυτή την απλουστευτική αντίθεση ανάμεσα στους πληβείους και τους πατρικίους, όπως έλεγαν στη Ρώμη, ή ανάμεσα στον λαό και την ολιγαρχία, όπως λένε σήμερα. Ότι υπάρχει ένα ρήγμα μεταξύ λαού και ελίτ, και ότι αυτό το ρήγμα αναδεικνύεται στην περίπτωση των δημοψηφισμάτων, είναι γεγονός. Είναι όμως ένας παράγοντας ανάμεσα στους άλλους και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί το αποκλειστικό αίτιο του προβλήματος.
Πρώτα απ’ όλα, όταν μία ευρωπαϊκή εκλογική αναμέτρηση καταλήγει σε ένα σκορ 51,9% κατά 48,1%, είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι πρόκειται για μια εκδίκηση του λαού κατά των ελίτ. Ο λαός δεν σταματά στο 51,9% και οι ελίτ δεν αποτελούν ασφαλώς το 48,1% του πληθυσμού. Υπάρχουν δύο κομμάτια ενός διχασμένου λαού, όχι η νίκη του λαϊκού στρατού επί του μισθοφορικού στρατού. Ένα μέρος της μεσαίας τάξης ψήφισε υπέρ της παραμονής, ένα μέρος των ελίτ ψήφισε υπέρ της αποχώρησης: Το 80% των διευθυντικών στελεχών του λαϊκού Τύπου, για παράδειγμα, τάχθηκε φανατικά υπέρ του Brexit. Αν οι χρηματοπιστωτικοί κύκλοι ήθελαν να μείνουν, ένα σημαντικό μέρος της αριστοκρατίας ήθελε να φύγει. Κανένα στρατόπεδο δεν είναι ομοιογενές.
Υπήρξαν όμως κι άλλα κριτήρια που καθόρισαν την ψήφο. Ένα από τα σημαντικότερα -το είδαμε- ήταν η γεωγραφία. Το Λονδίνο και οι μητροπόλεις ψήφισαν «Remain» (οι ακριβές περιοχές περισσότερο από τις λαϊκές συνοικίες), η ύπαιθρος και οι μικρές πόλεις ψήφισαν «Leave». Η Σκωτία, η Βόρεια Ιρλανδία και ένα μέρος της Ουαλίας επέλεξαν την παραμονή στην ΕΕ, ενώ οι περισσότεροι Άγγλοι αποφάσισαν να φύγουν. Οι ιστορικοί και πολιτισμικοί παράγοντες μέτρησαν όσο και οι κοινωνικοί. Ένας φτωχός Σκωτσέζος δεν ψηφίζει το ίδιο με έναν φτωχό Άγγλο.
Ένας άλλος αποφασιστικός παράγων ήταν η ηλικία. Οι κάτω των 25 ετών ψήφισαν με μεγάλη πλειοψηφία την παραμονή στην Ευρώπη, ενώ οι άνω των 60 ετών ψήφισαν με εξίσου μεγάλη πλειοψηφία την αποχώρηση. Η γενιά του Erasmus δεν ψηφίζει όπως η γενιά της Μάχης της Αγγλίας. Η ηρωική μνήμη και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν κατανέμονται στις ίδιες αναλογίες.
Ένα από τα παράδοξα αυτής της ψηφοφορίας, που θα μείνει χωρίς αμφιβολία στην ιστορία, είναι ότι ο αγγλικός λαός, που υποτίθεται ότι έχει υιοθετήσει το φιλελεύθερο μοντέλο, τιμώρησε μια φιλελεύθερη Ευρώπη που έχει επηρεαστεί από τις βρετανικές ιδέες. Πέρα από τα παράδοξα, όμως, υπάρχει κάτι προφανές: Το ζήτημα της μετανάστευσης έπαιξε εδώ, όπως και στην Αυστρία ή την Γαλλία, αποφασιστικό ρόλο. Μπορεί ο Μαρξ να έζησε, να έγραψε και να δημοσίευσε πολλά έργα του στο Λονδίνο, αλλά η βρετανική εργατική τάξη είναι κάθε άλλο παρά διεθνιστική. Και η εκστρατεία του Brexit έγινε σε έντονα ξενόφοβους τόνους. Δεν είναι περίεργο ότι άρεσε τόσο στην Μαρίν Λεπέν.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ λαού και ελίτ δεν είναι λοιπόν παρά μία από τις γραμμές της βρετανικής σημαίας. Οι περισσότεροι υπερασπιστές του Brexit νόμιζαν ότι απευθύνονται στην ΕΕ, ενώ το πραγματικό τους πρόβλημα είναι η παγκοσμιοποίηση. Αν όμως μπορείς να φύγεις από την Ευρώπη, δεν μπορείς να απαλλαγείς από την παγκοσμιοποίηση. Εκτός αν θέλεις να έχεις την τύχη της Βενεζουέλας.
* Ο Αλέν Ντιαμέλ αρθρογραφεί στην Le Monde, από το 1963 και στην Liberation, από το 1992. Το διάστημα 1974- 1999, εργάστηκε στο France Culture και το Europe 1 και, στη συνέχεια, στο RTL, έως σήμερα. Ο Ντιαμέλ είναι ένας από τους δημοσιογράφους στους οποίους ασκείται κριτική στο γαλλικό ντοκιμαντέρ «Τα νέα σκυλιά-φύλακες» (Ιανουάριος 2012), το οποίο ερευνά τη συμπαιγνία μεταξύ των γαλλικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στη Γαλλία. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και, από τον Δεκέμβριο του 2012, μέλος της Academie des sciences morales et politiques.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ