Το σοβαρότατο σκάνδαλο παραποίησης στις τιμές εκπομπών σε πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen επιφέρει βαρύ πλήγμα στα οικονομικά στοιχεία του ομίλου.
Προ τόκων και φόρων καταγράφηκαν απώλειες περίπου 3,5 δις ευρώ σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση της εταιρείας.
Όπως εκτιμάται, μετά φόρων η απώλεια θα διαμορφωθεί σε 1,7 δις ευρώ.
Αιτία για τις πρώτες απώλειες της VW μετά από 20 ολόκληρα χρόνια ήταν οι επιπτώσεις του σκανδάλου των ρύπων, για το οποίο η εταιρεία έχει «βάλει στην άκρη» 6,7 δις ευρώ.
Ως εκ τούτου, «οι πρώτες επιπτώσεις της παρούσας κατάστασης κάνουν ξεκάθαρα την εμφάνισή τους», δήλωσε ο επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου της VW Ματίας Μίλερ, ο οποίος υποσχέθηκε ότι «θα κάνουμε τα πάντα προκειμένου να ξανακερδίσουμε τη χαμένη εμπιστοσύνη».
Ανυπολόγιστο το τελικό κόστος του σκανδάλου
Ο γερμανικός όμιλος είχε ομολογήσει τον περασμένο Σεπτέμβριο ότι παραποίησε τις τιμές εκπομπών σε οχήματά του στις ΗΠΑ.
Το σκάνδαλο εκτιμάται ότι αφορά παγκοσμίως 11 εκατομμύρια αυτοκίνητα, τα οποία φέρουν παράνομο λογισμικό που μειώνει τις εκπομπές ρύπων κατά τον έλεγχο των οχημάτων. Ωστόσο, σε κανονικές συνθήκες κίνησης στον δρόμο το επίμαχο λογισμικό απενεργοποιείται και ως εκ τούτου αυξάνονται οι τιμές των ρύπων.
Ο όμιλος VW καλείται τώρα να προβεί σε διορθωτικές τροποποιήσεις στα οχήματα που φέρουν το παράνομο λογισμικό. Εκτιμάται ότι μόνο στην Ευρώπη ο αριθμός των οχημάτων που απαιτούν παρεμβάσεις ανέρχεται σε 8,5 εκατομμύρια.
Το τελικό κόστος του σκανδάλου πάντως είναι αδύνατο να εκτιμηθεί με ακρίβεια αυτή την ώρα. Ειδικοί αναλυτές αναμένουν ότι το αποθεματικό των 6,7 δις ευρώ που έχει προβλέψει η VW θα αποδειχθεί ανεπαρκές για την κάλυψη των απωλειών. Το φάσμα των εκτιμήσεων για το πλήγμα που θα υποστεί η εταιρεία κυμαίνεται μεταξύ 20 και 80 δις ευρώ.
Ασαφές παραμένει επίσης αν το σκάνδαλο πλήξει και τις υπόλοιπες αυτοκινητοβιομηχανίες του ομίλου VW. Μέχρι στιγμής οι πωλήσεις διατηρούνται σχετικά σταθερές.
Ναι μεν η VW κατέγραφε έως τον Σεπτέμβριο ένα μείον της τάξης του 1,5% σε σχέση με πέρσι, ωστόσο αυτό αποδίδεται κυρίως στην εξασθένηση των πωλήσεων στην Κίνα, η οποία διανύει μια γενικότερη περίοδο κάμψης.
Πηγή: DW