Ο τρόπος αντιμετώπισης των κρίσεων κρατικού χρέους μετατρέπεται σε ένα μεγάλο μέτωπο στη μάχη την μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Δύο διαφορετικά στρατόπεδα χωρών κατέχουν δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις.
Αν δεν βρουν έναν συμβιβασμό, η πολυαναμενόμενη πρωτοβουλία για την ενίσχυση των αμυνών του νομισματικού μπλοκ δεν πρόκειται να προχωρήσει όσο χρειάζεται για να απομακρύνει τις αμφιβολίες σχετικά με την ανθεκτικότητα του σε μελλοντικές κρίσεις.
Στην μια πλευρά βρίσκεται μια ομάδα χωρών της οποίας ηγείται η Γερμανία, η οποία επιμένει πως οι έκτακτες διασώσεις πρέπει να πηγαίνουν χέρι χέρι με αναδιαρθρώσεις χρέους που επιβάλλουν απώλειες σε κατόχους κρατικού χρέους. Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, Βόπκε Χέκστρα, υπερασπίστηκε το επιχείρημα αυτό σε συνέντευξη με τους Financial Times που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη. «Είναι σημαντικό αν τα πράγματα πάνε λάθος», σημείωσε.
Από την άλλη πλευρά, πρωτοστατούν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας. Υποστηρίζουν πως οι αναγκαστικές αναδιαρθρώσεις χρέους θα προκαλέσουν αναταραχή στις χρηματοοικονομικές αγορές, δημιουργώντας κίνδυνο διάλυσης της ευρωζώνης και τροφοδοτώντας τον αντιευρωπαϊκό πολιτικό εξτρεμισμό.
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λεμέρ, περιέγραψε την πρόταση για αυτόματα «κουρέματα» σε ιδιώτες επενδυτές ως μια «κόκκινη γραμμή» για το Παρίσι στις συνομιλίες για την μεταρρύθμιση της ευρωζώνης.
Ομολογουμένως, η Ιταλία είναι ακόμα πιο νευρική από την Γαλλία για τις γερμανικής εμπνεύσεως προτάσεις. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος της Ιταλίας ανέρχεται στα 2,3 τρισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 130% του ΑΕΠ.
Στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ότι οι ιταλικές τράπεζες έχουν επενδύσει υπέρμετρα στο εγχώριο κρατικό χρέος, παρά την μείωση της έκθεσης τους μετά το 2014 σε λιγότερο από το 10% του ενεργητικού τους. Στα μάτια των Ιταλών, οποιαδήποτε πρόταση για την επιβολή απωλειών σε ιδιώτες επενδυτές που έχουν στα χέρια τους ιταλικό κρατικό χρέος θα προκαλούσε χάος στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα, καταδεικνύοντας τον σφιχτό εναγκαλισμό ανάμεσα σε μια υπερχρεωμένη κυβέρνηση και τις υπερβολικά εκτεθειμένες τράπεζες.
Η συζήτηση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα μπορεί να φαίνεται κάπως θεωρητική δεδομένων των, σε μεγάλο βαθμό ευνοϊκών, χρηματοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν σήμερα στην ευρωζώνη. Στην παρούσα φάση, το ενδεχόμενο να ζητήσει μια χώρα της ευρωζώνης διάσωση φαίνεται αρκετά μακρινό. Ωστόσο, ήταν μόλις πριν από έξι χρόνια που οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων του ιδιωτικού τομέα αναγκάστηκαν να δεχθούν «κουρέματα», στην πρώτη αναδιάρθρωση χρέους της ευρωζώνης.
Για πολλούς αξιωματούχους της ευρωζώνης και ιδιώτες επενδυτές, η εμπειρία αυτή ήταν απογοητευτική. Ένα μέρος της διάσωσης της Ελλάδας το 2012 ήταν και μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν ρήτρες συλλογικής δράσης του αγγλικού δικαίου για την επιβολή κουρεμάτων, εφόσον υπήρχε συμφωνία της πλειοψηφίας των πιστωτών.
Ωστόσο, από τα 35 ομόλογα αγγλικού δικαίου, μόνο τα 17 αναδιαρθρώθηκαν. Οι ιδιοκτήτες των υπόλοιπων 18 ομολόγων δεν συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση, ζητώντας καλύτερους όρους. Στο τέλος κατάφεραν να εξασφαλίσουν την πλήρη αποπληρωμή τους, σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε τον προηγούμενο μήνα η δεξαμενή σκέψης Centre Centre for Economic Policy Research.
Η Γερμανία, η Ολλανδία και άλλες βόρειες πιστώτριες χώρες της Ε.Ε. είναι αποφασισμένες ότι, αν συμβεί ποτέ ξανά μια διάσωση, η διαχείριση της διαδικασίας θα πρέπει να γίνει με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που συγκροτήθηκε για την καταπολέμηση των κρίσεων, αναφέρθηκε σε αυτό σε ομιλία του στις 2 Φεβρουαρίου στη Σλοβενία.
Οποιοδήποτε νέο πλαίσιο αναδιάρθρωσης χρέους θα πρέπει να περιλαμβάνει μια αυτόματη επέκταση των ωριμάνσεων των ομολόγων, υποστήριξε ο κ. Ρέγκλινγκ. Ωστόσο, οι ρήτρες συλλογικής δράσης «θα έπρεπε να βελτιωθούν για να αποτραπούν οι μακροχρόνιες διαμάχες με τους αντάρτες ομολογιούχους», όπως συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας, σημείωσε.
Η ομιλία του αποτέλεσε μια προσπάθεια να βρεθεί κοινό έδαφος στη διαμάχη για την ευρωζώνη. Η συνέντευξη του κ. Χέκστρα στους FT καταδεικνύει πως υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr