του Mustafa Akyol *
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε μια δυσάρεστη έκπληξη σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Στην Τουρκία όμως, τη χώρα μου, χειροκροτήθηκε – όχι φυσικά απ’όλους, αλλά από τον πρόεδρο Ερντογάν και τους ενθουσιώδεις οπαδούς του.
Όταν κατέστη σαφές ότι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών θα εκλεγόταν πρόεδρος, οι φιλοκυβερνητικοί τούρκοι αρθρογράφοι – πολλοί από τους οποίους είναι και βουλευτές – άρχισαν να πανηγυρίζουν για το «πλήγμα στο αμερικανικό κατεστημένο». Όπως έγραψαν, ο Τραμπ κέρδισε παρά την αντίθεση των μέσων ενημέρωσης, της Γουολ Στριτ, της CIA και του Χόλιγουντ. Η ήττα της Χίλαρι Κλίντον, τόνισαν, είναι ήττα των «παγκοσμιοποιημένων φασιστών».
Η πρώτη επίσημη κυβερνητική δήλωση ήταν του υπουργού Δικαιοσύνης Μπεκίρ Μποζντάγκ, στενού συμβούλου του Ερντογάν. «Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει τις εκλογές με τίτλους εφημερίδων, κανάλια και δημοσκοπήσεις», είπε. «Ο αμερικανικός λαός είπε ΟΧΙ στη χειραγώγηση της βούλησής του».
Στη συνέχεια ήλθε η απάντηση του ίδιου του Ερντογάν, ο οποίος συνεχάρη τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο σε μια τηλεφωνική συνομιλία που, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, έγινε σε «απίστευτα καλό κλίμα». Ο Ερντογάν κάλεσε τον Τραμπ να επισκεφθεί την Τουρκία το ταχύτερο δυνατό και επέκρινε τις διαδηλώσεις που γίνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, εντάσσοντάς τις στην ίδια παγκόσμια σκευωρία που προσπαθεί – όπως είπε – να ανατρέψει κι εκείνον.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’αυτή την ερωτική ιστορία της Τουρκίας με τον Τραμπ, η οποία είχε διαφανεί στα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης μήνες πριν από τις εκλογές. Ο ένας λόγος είναι μια βαθιά αντιπάθεια για την Κλίντον. Η υποψήφια των Δημοκρατικών κατηγορήθηκε ότι είχε σχέσεις με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν, ενώ η δέσμευσή της ότι θα εξακολουθούσε να υποστηρίζει τους κούρδους μαχητές στη Συρία είχε εξοργίσει την τουρκική κυβέρνηση, που θεωρεί αυτούς τους μαχητές τρομοκράτες.
Ο Τραμπ, αντίθετα, δεν έχει εκφράσει την υποστήριξή του για οτιδήποτε θα μπορούσε να ενοχλήσει την τουρκική κυβέρνηση, ενώ οι δηλώσεις του μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, με τις οποίες επαινούσε τον Ερντογάν επειδή τα κατάφερε τόσο καλά, είχαν τύχει πολύ καλής υποδοχής στην Αγκυρα.
Ο Τραμπ και ο Ερντογάν, όμως, έχουν και βαθύτερα πράγματα που τους συνδέουν. Οι υποστηρικτές του τούρκου πρόεδρου θεωρούν ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ανήκει στην ίδια «πάστα»: είναι ένα αουτσάιντερ που τρομάζει τις «ελίτ» και έχει την ικανότητα να κερδίζει εκλογές.
Η σύγκριση αυτή έχει ασφαλώς βάση. Υπάρχει όμως και ένας κίνδυνος στο επιχείρημα ότι οι δύο άνδρες έχουν ιδεολογικές ομοιότητες. Οι υποστηρικτές του Ερντογάν δίνουν έμφαση στην αφοσίωση στο ισλάμ και στην αλληλεγγύη προς τους Μουσουλμάνους. Ο Τραμπ, όμως, δεν δείχνει ακριβώς αλληλεγγύη προς τους Μουσουλμάνους. Αντίθετα, θέλει να τους απαγορεύσει την είσοδο στο αμερικανικό έδαφος. Θέλει να δημιουργήσει μια ειδική βάση δεδομένων για τους Μουσουλμάνους που ζουν στην Αμερική. Η υποψηφιότητά του υποστηρίχθηκε από τους ισλαμόφοβους τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.
Πώς είναι δυνατόν οι υποστηρικτές του Ερντογάν να παρακάμπτουν αυτό το σημείο; Φαίνεται ότι παρά τις αντίθετες αξίες τους, οι τούρκοι και οι αμερικανοί λαϊκιστές βρίσκουν αρκετό ότι μισούν τη «φιλελεύθερη ελίτ» και επιμένουν ότι εκπροσωπούν τον «λαό».
Υπάρχει βέβαια κάτι βαθιά υποκριτικό σε αυτό το λαϊκιστικό αφήγημα. Οι λαϊκιστές δαιμονοποιούν το «κατεστημένο» προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχό του. Αυτό είναι εμφανές στην Τουρκία, όπου οι υποστηρικτές του Ερντογάν εξακολουθούν να εμφανίζονται ως καταδυναστευόμενοι, παρόλο που ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης, τις επιχειρήσεις και την κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα.
Οι λαϊκιστές διακατέχονται από οργή για τα παγκόσμια προβλήματα, αλλά δεν έχουν μαγικές λύσεις. Η άνοδός τους στην εξουσία σε πολλές περιοχές του πλανήτη αντιμετωπίζεται από τους απαισιόδοξους φιλελεύθερους ως η αρχή μιας νέας σκοτεινής εποχής. Αν όμως είμαστε τυχεροί, μπορεί να πρόκειται για μια εποχή όπου θα αποδειχθεί το μεγάλο τους λάθος και θα ξεκινήσει ένας πιο ώριμος φιλελευθερισμός. Στο κάτω-κάτω, οι κοινωνίες μαθαίνουν περισσότερα από τις πικρές εμπειρίες τους παρά από τους στοχασμούς των διανοουμένων.
Υπάρχει ένα τουρκικό ρητό που λέει ότι «η κορώνα κάνει τον άνθρωπο σοφότερο». Ο Τραμπ είναι επιχειρηματίας, όχι πολιτικός με ισχυρές ιδεολογικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ισως λοιπόν ξεχάσει τις τρομακτικές ιδέες που υποστήριξε στην προεκλογική του εκστρατεία και ακολουθήσει μια πιο μετριοπαθή γραμμή. Η εκλογή του μπορεί επίσης να οδηγήσει σε εκτόνωση της έντασης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του ορθώς ζητούν την έκδοση του Γκιουλέν στην Τουρκία. Αν η κυβέρνηση Τραμπ δεχθεί αυτό το αίτημα, μπορεί κανείς να φανταστεί μια αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Αυτό θα σημαίνει μικρότερη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Τουρκίας και λιγότερη κριτική στις αντιδημοκρατικές επιδόσεις της κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει παραδόξως στην παραμονή της Τουρκίας στη Δύση, σε μια στιγμή που η Ρωσία προσπαθεί να την πάρει με το μέρος της.
Όμως ο Τραμπ θα ακολουθήσει μια πολιτική μικρότερης παρέμβασης και σε χώρες όπως η Συρία και η Αίγυπτος, τα δικτατορικά καθεστώτα των οποίων καταστέλλουν βίαια τους ισλαμιστές. Οι υποστηρικτές του Ερντογάν θα πρέπει τότε να αναρωτηθούν: επιθυμούν πραγματικά έναν κόσμο όπου οι νικητές, όπως εκείνοι, ποδοπατούν όποιον θέλουν; Η προτιμούν έναν κόσμο με κανόνες, τους οποίους έχουν ανάγκη οι λιγότερο τυχεροί συμπατριώτες τους – αλλά τους υποστήριζαν και οι ίδιοι πριν γίνουν νικητές;
* Ο Μουσταφά Ακιόλ είναι τούρκος αρθρογράφος και συγγραφέας. Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει το νέο του βιβλίο με τίτλο «Ο Ισλαμικός Ιησούς: πώς ο Βασιλιάς των Ιουδαίων έγινε ο Προφήτης των Μουσουλμάνων».
Πηγή: New York Times