Το ουίσκι Σκωτίας είναι ο μεγαλύτερος συνεισφέρων στον τομέα των καθαρών εξαγωγών αγαθών του Ηνωμένου Βασιλείου, με καθαρές εξαγωγές ύψους 3,95 δισ. λιρών.
Αυτό αναφέρεται σε ενημερωτικό έγγραφο του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στο Λονδίνο σχετικά με την εκτίμηση επιπτώσεων του BREXIT στον βρετανικό τομέα παραγωγής τροφίμων.
Όπως αναφέρεται, η παραγωγή τροφίμων αντιπροσωπεύει το 16% της μεταποιητικής βιομηχανίας (με τα πιο πρόσφατα στοιχεία να αφορούν το 2014).
Στον ευρύτερο κλάδο τροφίμων, ο οποίος περιλαμβάνει τη γεωργία, τη μεταποίηση, τη χονδρική-λιανική και την τροφοδοσία, απασχολούνται 3,9 εκατομμύρια άτομα (στοιχ.2015), αποτελώντας το 14% της εθνικής απασχόλησης. Επιπλέον, ο κλάδος τροφίμων συνεισέφερε 108,8 δισ. λίρες (7,3%) στην εθνική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) το 2014.
Η βιομηχανία τροφίμων και ποτών εξήγαγε προϊόντα συνολικής αξίας 18 δισ. λιρών, από τα οποία τα ποτά αποτελούν τη μεγαλύτερη κατηγορία.
Ειδικότερα, το ουίσκι Σκωτίας είναι ο μεγαλύτερος συνεισφέρων στον τομέα των καθαρών εξαγωγών αγαθών του Ηνωμένου Βασιλείου, με καθαρές εξαγωγές ύψους 3,95 δισ. λιρών.
Κατά το 2015, οι τιμές των τροφίμων μειώθηκαν κατά 1,7% σε πραγματικούς όρους, μετά από μια περίοδο πέντε ετών, κατά την οποία αυξάνονταν ταχύτερα από τον γενικό πληθωρισμό. Επιπλέον, κατά μέσο όρο, περίπου το 11% του συνόλου των δαπανών των νοικοκυριών είναι για τρόφιμα, ανερχόμενο συνολικά σε £198 δισεκατομμύρια ετησίως.
Η ΑΠΑ του τομέα των τροφίμων (πλην γεωργίας) αυξήθηκε κατά 5,7% το 2014, μετά από αύξηση κατά 5,5% το 2013.
Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της χονδρικής πώλησης τροφίμων αυξήθηκε κατά 16,6%, της τροφοδοσίας κατά 6,5%, του λιανικού εμπορίου κατά 4,0%, και της παραγωγής κατά 2,5%.
Τέλος, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών (ένας δείκτης της αποδοτικότητας της βιομηχανίας τροφίμων εντός του Ηνωμένου Βασιλείου) κατέγραψε μείωση στην παραγωγή τροφίμων κατά 2,4%, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης ήταν 0,3%.
Προκειμένου να εξεταστούν οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις του Brexit στην παραγωγή τροφίμων, όπως αναφέρεται στο σχετικό ενημερωτικό έγγραφο, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί η σημασία της ΕΕ ως εμπορικού εταίρου του Ηνωμένου Βασιλείου σε τρόφιμα και ποτά. Το Ηνωμένο Βασίλειο παράγει μόνο το 54% των τροφίμων που καταναλώνει, και βασίζεται σε ένα άλλο 27% στις εισαγωγές από την ΕΕ για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών του. Ως εκ τούτου, η ΕΕ αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ των εισαγόμενων τροφίμων του Ηνωμένου Βασιλείου, και είναι ο αγοραστής του 70% των εξαγόμενων τροφίμων και γεωργικών προϊόντων αυτού. Αν οι εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ εγκαταλειφθούν εξαιτίας του Brexit, αυτό πιθανότατα θα σηματοδοτήσει μια δυσοίωνη αρχή σε μια μακρά και περίπλοκη διαδικασία διαπραγματεύσεων μέχρι να συναφθούν νέες εμπορικές συμφωνίες και μέχρι οι επιχειρήσεις να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της αλυσίδας εφοδιασμού. Ως εκ τούτου, οι δυνατότητες παραγωγής του τομέα μπορεί να μειωθούν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Επιπλέον, η υποτίμηση της στερλίνας, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ελαστικότητα των εισαγόμενων τροφίμων, συνεπάγεται ότι η αξία των εισαγωγών (και συνεπώς των τιμών τροφίμων στο Ηνωμένο Βασίλειο) είναι πολύ πιθανό να αυξηθεί σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Επίσης, όπως σημειώνεται, το καθεστώς Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ είναι εξαιρετικά επωφελές για τον τομέα της παραγωγής τροφίμων του ΗΒ. Η ΚΑΠ παρέχει στο Ηνωμένο Βασίλειο επισιτιστική ασφάλεια και ελαχιστοποιεί την εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των τιμών των εισαγωγών (καθώς οι τιμές των βασικών προϊόντων τείνουν να είναι ασταθείς). Το 2015, οι αγρότες του ΗΒ έλαβαν σχεδόν 2,4 δισεκατομμύρια λίρες σε άμεσες ενισχύσεις από το καθεστώς της ΚΑΠ, και είχαν πρόσβαση σε £4 δισ. χρηματοδότησης που έχει διατεθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο για έργα αγροτικής ανάπτυξης, για την περίοδο 2014-20.
Συνολικά, το 55% του βρετανικού συνολικού γεωργικού εισοδήματος προέρχεται από τη στήριξη της ΚΑΠ.
Με την αποχώρηση από την ΕΕ, όπως αναφέρεται, διαγράφεται η πιθανότητα μείωσης του αγροτικού εισοδήματος, με αποτέλεσμα πολλοί αγρότες να κληθούν να λειτουργήσουν κάτω από το κόστος παραγωγής, καθώς η όποια εθνική παρέμβαση δεν θεωρείται πιθανό να κινηθεί στο ίδιο ύψος με τις κοινοτικές ενισχύσεις. Αυτό θα μπορούσε να έχει άμεση επίπτωση στις τιμές των τροφίμων, καθώς οι επιχειρήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων θα είναι αναγκασμένες να αυξήσουν τις τιμές για να διασφαλίσουν ασφάλεια στον εφοδιασμό.
Είναι, όμως, σημαντικό να σημειωθεί ότι αν και το καθεστώς της ΚΑΠ ωφελεί το Ηνωμένο Βασίλειο στο τομέα της παραγωγής τροφίμων, μπορεί να μην ωφέλει την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου εξ ολοκλήρου. Ειδικότερα, η ΚΑΠ έχει επικριθεί για τεχνητή διόγκωση των τιμών της γης, προώθηση της ανισότητας και αναδιανομή των φορολογικών εσόδων σε σχετικά μη παραγωγικές ομάδες.
Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να προβλέψει ένα καθεστώς εθνικών επιδοτήσεων στην γεωργία στην μετά-Brexit εποχή. Παρόλα αυτά, είναι απίθανο αυτές να ισοδυναμούν με την υποστήριξη που λαμβάνουν οι βρετανοί αγρότες από την ΚΑΠ, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριζε μια σταθερή πολιτική μείωσης των πληρωμών της ΚΑΠ σε όλα τα μέλη της ΕΕ.
Oι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους όρους διαπραγμάτευσης για την έξοδο. Η επίπτωση στο κόστος και στη διαθεσιμότητα των διαφόρων προϊόντων διατροφής θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις συμφωνίες που το Ηνωμένο Βασίλειο θα διαπραγματευτεί και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και με τρίτες χώρες.
Παρότι η έξοδος από την Ε.Ε. θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερους δασμούς και εμπόδια στο εμπόριο με τα κράτη μέλη, το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι σε θέση να ανακτήσει τον έλεγχο της εξωτερικής εμπορικής πολιτικής του και να διαπραγματευτεί ευνοϊκές εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες.
Μεσοπρόθεσμα, εκτιμάται ότι οι τιμές θα αυξηθούν, εάν επιβληθούν δασμοί για τις εισαγωγές από χώρες της ΕΕ, καθώς χρειάζεται χρόνος για τις επιχειρήσεις να αλλάξουν την στρατηγική για τις πηγές προμήθειας τους. Η απασχόληση στον τομέα των τροφίμων εκτιμάται ότι θα επηρεαστεί αρνητικά, καθώς το 70% των εξαγωγών τροφίμων του Ηνωμένου Βασιλείου κατευθύνονται στην ΕΕ.
Αρκετά μακροπρόθεσμα, οι καταναλωτές μπορεί να επωφεληθούν με χαμηλότερες τιμές, καθώς το υψηλό κόστος των εισαγόμενων προϊόντων από την ΕΕ θα αντικατασταθεί από φθηνότερες εισαγωγές τροφίμων από τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ωστόσο, οι φθηνές εισαγωγές τροφίμων είναι βέβαιο ότι θα ζημιώσουν τους βρετανούς παραγωγούς, ενώ θα επιδράσουν μάλλον ευεργετικά για την μεταποίηση και τις επιχειρήσεις στον χώρο εστίασης.
Αν και από αυστηρά οικονομική σκοπιά, θα ωφελούσε το Ηνωμένο Βασίλειο να απολαμβάνει τα αμοιβαία οφέλη του ελεύθερου εμπορίου με την Ε.Ε., μια τέτοια ρύθμιση θα ενίσχυε την ανεξαρτησία της επισιτιστικής ασφάλειας του ΗΒ, καθώς θα υπήρχε μείωση της εξάρτησης από χώρες της Ε.Ε. Η εναλλακτική λύση θα ήταν να επιδοτείται η παραγωγή τροφίμων του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία, ωστόσο, θα αποτελούσε επιπλέον βάρος για τον βρετανό φορολογούμενο.
Εκτιμάται ότι το Brexit δεν θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη βιομηχανία τροφίμων σε ό,τι αφορά τους κανονισμούς και την ασφάλεια των τροφίμων.
Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο γύρω από τη σήμανση, την ασφάλεια τροφίμων, και τους κανονισμούς υγείας θα παραμείνει ως έχει, εάν το ΗΒ επιθυμεί να διατηρήσει σχέσεις ελεύθερου εμπορίου με τα κράτη ΕΟΧ. Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αλλάξει ουσιωδώς τις εν λόγω διατάξεις, τόσο οι εξαγωγείς της ΕΕ όσο και οι βρετανοί ομόλογοί τους, θα εκτίθενται σε διαφορετικές απαιτήσεις σήμανσης, το οποίο θα οδηγήσει σε αύξηση του σχετικού κόστους παραγωγής.
Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείψει την Ενιαία Αγορά, τότε δεν θα είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει νέους νόμους ή να διατηρήσει τους υπάρχοντες. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιες ευκαιρίες για το Ηνωμένο Βασίλειο σε συγκεκριμένες αγορές, ιδίως όσον αφορά την καινοτομία και τους ισχυρισμούς υγείας (health claims), αναφέρει το ΑΠΕ.
Σε κάθε περίπτωση, μια αναθεώρηση της ισχύουσας νομοθεσίας θα περιορίζεται επίσης από τα διεθνή κριτήρια για τα τρόφιμα στα οποία το ΗΒ θα εξακολουθεί να υπόκειται, όπως το Codex Alimentarius, που εναρμονίζει τα πρότυπα για τις εταιρείες που παράγουν τρόφιμα.
Τέλος, οι πιθανοί περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit, θα επηρεάσουν αρνητικά την αγορά εργασίας στην παραγωγή τροφίμων.
Επί του παρόντος, το 38% των εργαζομένων στην παραγωγή τροφίμων είναι αλλοδαποί και το 65% των εργατών στη γεωργία είναι πολίτες της ΕΕ εκτός ΗΒ.
Επιπλέον, περίπου το 80% των εποχικών εργατών που απασχολούνται στην πρωτογενή παραγωγή προέρχονται από την ΕΕ, καθώς οι βρετανοί εργαζόμενοι είναι συχνά απρόθυμοι να αναλάβουν τέτοια βραχυπρόθεσμη απασχόληση.
Ως εκ τούτου, όπως σημειώνεται, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο επιλέξει να περιορίσει τη μετανάστευση, οι επιχειρήσεις παραγωγής τροφίμων θα πρέπει να κάνουν τις εποχικές θέσεις εργασίας πιο ελκυστικές για τους εγχώριους εργάτες , το όποιο μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο των τιμών.