Αν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θέλει να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στην ορκωμοσία ότι θα «εξαλείψει την ριζοσπαστική ισλαμιστική τρομοκρατία», θα πρέπει να αποφασίσει πολύ σύντομα με ποιον θα το κάνει.
Η μάχη για την ανακατάληψη της Μοσούλης, της πόλης στο βόρειο Ιράκ που κατέλαβε το ISIS με μια αστραπιαία επίθεση το 2014, βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ επιχειρούν μαζί με επίλεκτες ιρακινές μονάδες και έχουν συμμαχήσει με Κούρδους Περσμεργκά και Σιίτες πολιτοφύλακες που στηρίζονται από το Ιράν.
Αυτό σημαίνει πως πρέπει να γίνει μια επιλογή ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστές συμμάχους των ΗΠΑ: τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, Τουρκία και τις πολιτοφυλακές Σύρων Κούρδων, γνωστές και ως Λαϊκές Μονάδες Προστασίας (YPG).
Η απόφαση του κ. Τραμπ δεν θα κρίνει μόνο την ήττα του τζιχαντιστικού χαλιφάτου του ISIS στα εδάφη στη Συρία και στο Ιράκ. Κρίνεται και το μέλλον των Κούρδων, ενός λαού χωρίς κράτος που ζει διασκορπισμένος στη Συρία, το Ιράκ, την Τουρκία και το Ιράν.
Στην διάρκεια της περσινής προεκλογικής καμπάνιας, ο κ. Τραμπ έπλεξε το εγκώμιο των κουρδικών δυνάμεων, λέγοντας πως «απέδειξαν πως είναι οι καλύτεροι μαχητές» και ότι «είναι οι πιο πιστοί σε μας». Αυτό έχει δημιουργήσει ελπίδες στους Κούρδους.
Οι Κούρδοι του Ιράκ, οι οποίοι είναι αυτοδιοικούμενοι και διαθέτουν πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου εντός των εδαφών της περιφερειακής κυβέρνησης του Κουρδιστάν (KRG), θέλουν η Αμερική να δώσει τις ευλογίες της στην αποχώρηση τους από το σιιτικό Ιράκ, με το οποίο πιστεύουν ότι δεν θα μοιραστούν ποτέ την εξουσία.
Το συριακό YPG, στο οποίο οι ΗΠΑ προσφέρουν αεροπορική κάλυψη, αναζητά καλύτερα όπλα και πολιτική στήριξη για να πάρει την εξουσία εντός της Συρίας. Οι Σύροι Κούρδοι μαχητές απέκτησαν διαστάσεις θρύλου, όταν νίκησαν δυνάμεις του ISIS που ως τότε φαίνονταν ασταμάτητες, στην πολυορκία του Κομπανί στα τουρκικά σύνορα το 2014-15.
Οι αφηγήσεις για το θάρρος και την τόλμη τους, τα κατορθώματα των γυναικών μαχητών τους -ένα αισθητικό δώρο στα μέσα ενημέρωσης- και το ασυναγώνιστο ιστορικό επιτυχιών στις μάχες με το ISIS, τους κατέστησαν σχεδόν αναντικατάστατους συμμάχους των ΗΠΑ.
Oι φόβοι της Τουρκίας μεγάλωναν από κοινού με την επιτυχία των Κούρδων, ειδικά όσον αφορά το ενδεχόμενο τα εδαφική κέρδη των Κούρδων της Συρίας στα νότια σύνορα της να παρακινήσουν τους Κούρδους της Τουρκίας να διεκδικήσουν την αυτοκυριαρχία τους στην άλλη πλευρά των συνόρων. Η επιθετικότητα της Άγκυρας ενισχύεται και από τις σχέσεις του YPG με το PKK, με το οποίο η Τουρκία βρίσκεται σε πόλεμο σχεδόν ακατάπαυστα από το 1984.
Ωστόσο, αν και η Τουρκία είναι σύμμαχος του ΝΑΤΟ, η νέο-ισλαμιστική της κυβέρνηση, στην οποία κυριαρχεί ο πρόεδρος Ρεσέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν βρίσκεται στην πιο ισχυρή θέση.
Αφοσιωμένη στην κατάρριψη του καθεστώτος Άσσαντ στη Συρία και αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο στα πρώην αραβικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχαν κλυδωνιστεί μετά το 2011, η Τουρκία επί πέντε έτη επέτρεπε σε τζιχαντιστές και Σύρους αντάρτες να περνούν από τα εδάφη της. Αν και ακολούθησε μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων του ISIS, από το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό στην Άγκυρα, η Τουρκία μόλις το περασμένο καλοκαίρι άρχισε τον πόλεμο κατά των τζιχαντιστών.
Αλλά αυτό δεν θα παρακινήσει αναγκαστικά τον πρόεδρο Τραμπ να εγκαταλείψει το YPG και να συμμαχήσει με την Τουρκία κατά του ISIS για την ανακατάληψη της Ράκα.
Η Τουρκία έστειλε στρατιώτες στο βορειο-δυτικό τμήμα της Συρίας τον Αύγουστο, στο πλευρό 3.000 μαχητών του λεγόμενου Ελεύθερου Συριακού Στρατού, εκτοπίζοντας το ISIS από μια λωρίδα 98 χιλιομέτρων στα σύνορα. Ο βασικός της στόχος ήταν να εμποδίσει τους μαχητές του YPG να περάσουν τον ποταμό Ευφράτη και να ενώσουν τα δύο ανατολικά τους καντόνια με την Αφρίν, την περιοχή που ελέγχουν στη Δύση. Για να το κάνει αυτό, ο κ. Ερντογάν έπρεπε να λάβει το πράσινο φως από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, οι αεροπορικές δυνάμεις του οποίου βοηθούσαν τον Άσσαντ να ανακαταλάβει το Χαλέπι.
Για ορισμένους αντάρτες, η Τουρκία απορρόφησε ουσιαστικά τους υπερασπιστές του τελευταίου μεγάλου αστικού προπύργιου της αντιπολίτευσης, αλλάζοντας την πορεία του πολέμου με την συνεργασία με τη Ρωσία.
Ως εκ τούτου, η αξιοπιστία της Τουρκίας στη Συρία, για οτιδήποτε πέρα από την αποφασιστικότητα της να σταματήσει την επέλαση των Κούρδων, είναι αμφιλεγόμενη. Κατά τη διάρκεια αυτής της άγριας και μεταλλασσόμενης σύγκρουσης, οι Κούρδοι της Τουρκίας υπερασπίστηκαν πιο πολύ τα σύνορα της χώρας τους από ότι οι Τούρκοι και οι περιοχές που ελέγχουν ήταν καλύτερα προστατευμένες απέναντι στην διείσδυση τζιχαντιστών. Μαζί με περίπου 5.000 Σύρους Άραβες πολιτοφύλακες, μπορούν να παρατάξουν 30.000 μαχητές και να κατευθυνθούν προς τη Ράκα.
Αν η Τουρκία δεν στείλει μονάδες του στρατού της -που έχει αποδυναμωθεί από τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα κατά του κ. Ερντογάν- δεν μπορεί να συναγωνιστεί τους Κούρδους της Συρίας. Οι δυνάμεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και άλλων Ισλαμιστών αντιστοιχούν σε περίπου 3.000 με 5.000 μαχητές. Χρειάστηκαν τρεις μήνες για να καταλάβουν την βορειοδυτική πόλη Αλ-Μπαμπ από το ISIS.
H πρόταση της Άγκυρας για την πολύ μεγαλύτερη μάχη για τη Ράκα, έχει να κάνει για άλλη μια φορά με το να σταματήσει η πορεία του YPG. «Η Άγκυρα δεν θέλει απλώς να αποτρέψει τα δύο κουρδικά καντόνια στα ανατολικά του ποταμού Ευφράτη από το να ενωθούν με αυτό στη Δύση» γράφει ο Σενγκίζ Καντάρ, βετεράνος Τούρκος αναλυτής. «Θέλει επίσης να χωρίσει τα δύο καντόνια στα ανατολικά», προσθέτει.
Όταν η δυναμική των Κούρδων της Συρίας άρχισε να μεταδίδεται το 2015 και στις περιοχές που ελέγχουν οι Κούρδοι της Τουρκίας, ο μιλιταρισμός του PKK ευνόησε τον κ. Ερντογάν, ο οποίος χρειαζόταν μια εθνικιστική ατζέντα για να εδραιώσει την αυταρχική του ισχύ. Αλλά αυτό ήταν πριν εμφανιστεί ο πρόεδρος Τραμπ με την πολιτική του κατά του ISIS. Πρέπει τώρα να αποφασίσει ανάμεσα σε μια περιορισμένη, λιγότερη πειστική τουρκική επιχείρηση – την Ασπίδα του Ευφράτη – και την κουρδική επέλαση που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, γνωστή ως Οργή του Ευφράτη.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr