Ο Ντόναλντ Τραμπ, προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων δήλωσε ότι το 70% των ομοσπονδιακών κανονισμών που εφαρμόζονται στις ΗΠΑ θα καταργηθεί στην περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος τον επόμενο μήνα. Η δήλωση αυτή έγινε λίγες ώρες μετά τις δηλώσεις συμβούλου του, σύμφωνα με τις οποίες ο Τραμπ εξέταζε το ενδεχόμενο να καταργήσει ποσοστό 10% των ομοσπονδιακών κανονισμών.
Ο Τραμπ ρίχνει την ευθύνη για το αποπνικτικό επιχειρηματικό κλίμα στην εφαρμογή των κανονισμών, ενώ σε προεκλογική εκδήλωση που έγινε χθες το βράδυ, στο Νιου Χάμσαϊρ, τόνισε ότι οι ομοσπονδιακοί κανονισμοί που εφαρμόζονται για το περιβάλλον, αλλά και την ασφάλεια θα παραμείνουν σε ισχύ.
“Θα περικόψουμε σημαντικά την εφαρμογή των κανονισμών. Μπορώ να πω ότι ποσοστό 70% από αυτούς θα καταργηθεί, καθώς εμποδίζουν την ανάπτυξη των επιχειρήσεων,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τραμπ.
Νωρίτερα, στη διάρκεια διαδικτυακής συνομιλίας που είχε με το Reuters, ο Άντονι Σκαραμούσι, σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, δήλωσε ότι ο προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, σχεδιάζει να ακυρώσει ποσοστό 10% των ομοσπονδιακών κανονισμών. “Χρειαζόμαστε τους κανονισμούς, αλλά θα ζητήσουμε από κάθε υπηρεσία ν’ αξιολογήσει τους κανονισμούς της και θα πιέσουμε για την κατάργηση του 10% από αυτούς, που είναι οι λιγότερο σημαντικοί,” τόνισε.
Ένας άλλος σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, με τον οποίο επικοινώνησε το Reuters, επιβεβαίωσε ότι η ακύρωση ποσοστού 10% των ομοσπονδιακών κανονισμών έχει ενταχθεί στο οικονομικό τους πλάνο.
Ωστόσο, αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου των Εσωτερικών κι άλλων υπηρεσιών της αμερικανικής ομοσπονδιακής διοίκησης αρνήθηκαν να σχολιάσουν τις εξαγγελίες επικαλούμενοι εσωτερικούς κανονισμούς.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ασκήσει σκληρή κριτική κατά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), ενώ ο Σκαραμούσι εκτιμά ότι θα τα πάει καλά με την πρόεδρό της Τζάνετ Γέλεν. Ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος έχει επανειλημμένα κατηγορήσει την Fed ότι λειτουργεί ως ο πολιτικός βραχίονας της διακυβέρνησης Ομπάμα, τονίζοντας ότι η Γέλεν καθυστέρησε την αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων προκειμένου να αφήσει τον Μπαράκ Ομπάμα να ολοκληρώσει την προεδρική του θητεία τον Ιανουάριο, χωρίς το οικονομικό σοκ που θα προκαλέσει ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων.