Ο παγκόσμιος λαϊκισμός δίνει αποφασιστική μάχη στις ΗΠΑ

του Marc Bassets *

Οι αμερικανικές εκλογές αυτής της εβδομάδας αποτελούν μια από τις στιγμές της ιστορίας όπου τα βαθύτερα ρεύματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη συναντώνται. Συνέβη ήδη με τη συντηρητική επανάσταση της δεκαετίας του ’80, όταν η νίκη του Ρεπουμπλικανού Ρόναλντ Ρίγκαν συνέπεσε με την ανάληψη της εξουσίας στη Βρετανία από τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι δύο πολιτικοί κατάλαβαν το πνεύμα της εποχής και η οικονομική τους επανάσταση εξακολουθεί να καθορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού στις δυτικές κοινωνίες. Ο ίδιος συντονισμός παρατηρήθηκε τη δεκαετία του ’90, όταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και τη Γερμανία ανέλαβαν την εξουσία πολιτικοί του Τρίτου Δρόμου, πραγματιστές της κεντροαριστεράς, που ήθελαν να προσαρμόσουν τη σοσιαλδημοκρατία στην εποχή μετά την πτώση του Τείχους.

Τώρα, μετά την ύφεση που έπληξε τα μεσαία στρώματα, είναι η ώρα του λαϊκισμού. Το Brexit, η άνοδος του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, του Podemos στην Ισπανία, του Μ5S στην Ιταλία ή των ξενόφοβων κυβερνήσεων στην Πολωνία ή την Ουγγαρία, συνθέτουν ένα πανόραμα που έχει έναν παραλληλισμό στην άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτόν, ο λαϊκισμός δίνει μια αποφασιστική μάχη. Μια νίκη του Τραμπ, που μπόρεσε να «πιάσει» τη δυσαρέσκεια της λευκής εργατικής τάξης, θα σηματοδοτήσει την κατάληψη του πιο σημαντικού κάστρου, του Λευκού Οίκου, από έναν αντάρτη. Μια νίκη της Χίλαρι Κλίντον, που ταυτίζεται με το κατεστημένο, θα προσφέρει απαντήσεις σ’ένα κίνημα που αμφισβητεί το σύστημα.

Για τους Αμερικανούς, η λέξη «λαϊκισμός» δεν έχει ούτε θετικό ούτε αρνητικό χρώμα. Δεν είναι ούτε προοδευτική ούτε συντηρητική. Όπως λέει ο ιστορικός Μάικλ Κέιζιν στο βιβλίο του “The populist persuasion” (Το λαϊκιστικό δόγμα), ο λαϊκισμός δεν είναι τόσο μια ιδεολογία, όσο μια ρητορική που υπαγορεύει τους όρους της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους «κάτω» και τους «πάνω», τον λαό και τις ελίτ.

«Εδώ και οκτώ χρόνια, για το 80% των ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες οι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί. Μόνο το πιο εύπορο 20% έχει γνωρίσει την οικονομική ανάπτυξη», λέει στην El Pais ο Αρθουρ Μπρουκς, πρόεδρος του American Enterprise Institute και ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της νέας αμερικανικής Δεξιάς. «Όταν συμβαίνουν τέτοια πράγματα, και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ο λαϊκισμός ενισχύεται. Εχει συμβεί πολλές φορές στην Ευρώπη. Πότε-πότε συμβαίνει και στην Αμερική. Είμαστε πλέον Ευρώπη. Εχουμε έναν υποψήφιο σαν τη Λεπέν ή τον Νάιτζελ Φάρατζ ή τον Μπέπε Γκρίλο».

Όταν οι πολίτες είναι αναγκασμένοι να περιμένουν για τόσον καιρό την οικονομική ανάκαμψη, συνεχίζει ο Μπρουκς, «φτάνει μια στιγμή απογοήτευσης όπου εμφανίζεται ένας πολιτικός με εξηγήσεις. Και λέει: `Εγώ θα σου εξηγήσω τι συμβαίνει εδώ πέρα. Οι μετανάστες έρχονται από το Μεξικό και σου παίρνουν τη δουλειά. Η οι Κινέζοι. Η οι πόλεμοι απορροφούν τον πλούτο της χώρας`. Δεν είναι αλήθεια, αλλά ο κόσμος λέει: `Τουλάχιστον κάποιος δίνει εξηγήσεις`».

Όταν ο Τραμπ καταγγέλλει ότι το παιχνίδι είναι «στημένο», ή ότι υπάρχει μια συνωμοσία ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης, τις τράπεζες και σκοτεινά διεθνή συμφέροντα, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων από ένα σύστημα που θεωρούν ότι τους έχει γυρίσει την πλάτη. Οι θεωρίες συνωμοσίας τις οποίες προβάλλει, όμως, αντανακλούν μια πραγματικότητα: και η πραγματικότητα αυτή είναι ότι οι ελίτ – ο Τύπος, η Γουολ Στριτ, οι παλιοί ηγέτες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, τα εργαστήρια ιδεών, ο μηχανισμός της Αμυνας, οι μεγάλοι διεθνείς θεσμοί – αντιμετωπίζουν με τρόμο την προοπτική ανάληψης της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Μια νίκη του Τραμπ και του πολιτικά απρεπούς εθνικολαϊκισμού του θα σημάνει την ήττα αυτών των ελίτ και θα αποτελέσει την απόδειξη ότι οι ασπίδες των δημοκρατικών συστημάτων είναι ανεπαρκείς για να εμποδίσουν την ανάληψη της εξουσίας από έναν πολιτικό με δημαγωγικό και αυταρχικό λόγο. Αν μπορεί να συμβεί εκεί, μπορεί να συμβεί οπουδήποτε.

Μαθήματα θα εξαχθούν φυσικά και από τη νίκη της Κλίντον, όπως η σημασία της συμμαχίας της με φυλετικές μειονότητες που χλευάζει ο Τραμπ, ή της συμμαχίας της με τον Μπέρνι Σάντερς, εκπρόσωπο ενός αριστερού λαϊκισμού, ή της σύγκλισής της με Ρεπουμπλικανούς που είναι εναντίον του Τραμπ.

«Όταν έχεις Ρεπουμπλικανούς σαν τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο να στηρίζουν την Κλίντον, καταλαβαίνεις ότι πρέπει να συγκροτήσεις ένα είδος Λαϊκού Μετώπου, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που άρεσε στους κομμουνιστές», τονίζει ο Κέιζιν, που συνδιευθύνει το περιοδικό Dissent. «Αυτό που δεν έκανε η Χίλαρι είναι να παρουσιάσει ένα ελκυστικό πρόγραμμα. Η απόφασή της ήταν: `Θα πολεμήσουμε τον Τραμπ και αυτό είναι αρκετό για να νικήσουμε`. Θα μπορούσε να πάρει μαζί της ανθρώπους της εργατικής τάξης αν είχε μιλήσει για δωρεάν πανεπιστήμια ή για αύξηση του ελάχιστου μισθού. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρέπει να επισημαίνουν στους πολίτες τι θα κερδίσουν από ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αν δεν το κάνουν, τους αξίζει κατά κάποιον τρόπο να χάσουν».

Αν πάντως την ώρα της μεγαλύτερης οργής κατά του κατεστημένου κερδίσει η Κλίντον, το μήνυμα που θα σταλεί είναι το εξής: η δυσαρέσκεια μπορεί να παραμείνει για καιρό, αλλά το σύστημα είναι ικανό να αντισταθεί».

* Ο Μαρκ Μπασέτς είναι ανταποκριτής της El Pais στην Ουάσινγκτον

Πηγή: El Pais/ ΑΠΕ-ΜΠΕ


Exit mobile version