Ο Ματέο Ρέντσι κινδυνεύει να σαρωθεί από τη θύελλα που έφερε το Brexit και o Τραμπ

της Therese Raphael (*)

Ο πολιτικός που θα έπρεπε να είναι λιγότερο ευάλωτος στο κύμα του λαϊκισμού που σαρώνει τις δημοκρατίες του πλανήτη είναι ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι. Οι Ιταλοί, άλλωστε, είχαν τον δικό τους Ντόναλντ Τραμπ: τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που υπήρξε πρωθυπουργός για εννιά χρόνια και άφησε μια κληρονομιά από ανεκπλήρωτες μεταρρυθμίσεις και αναρίθμητα σκάνδαλα. Υστερα από άνω των 60 μεταπολεμικές κυβερνήσεις, οι Ιταλοί γνωρίζουν τι σημαίνει αστάθεια.

Κι όμως, τίποτα από αυτά δεν μοιάζει να έχει σημασία. Στις 4 Δεκεμβρίου, οι Ιταλοί ψηφίζουν σε ένα δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση και υπάρχει κίνδυνος ο Ρέντσι να σαρωθεί από την ίδια θύελλα που συνέτριψε την προηγούμενη κυβέρνηση της Βρετανίας και τις προεδρικές ελπίδες της Χίλαρι Κλίντον.

Ο Ρέντσι δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία με την Κλίντον ή με τους βρετανούς πολιτικούς που απέτυχαν να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να παραμείνει στην ΕΕ. Εκείνοι αντιπροσώπευαν κέντρα εξουσίας φθαρμένων αυτοκρατοριών και είχαν απέναντί τους πολιτικούς που υπόσχονταν να κάνουν τις χώρες τους ξανά μεγάλες. Η ειρωνεία είναι ότι στην Ιταλία η ψήφος υπέρ του ΟΧΙ είναι μια ψήφος όχι για αλλαγή, αλλά για τη συνέχιση της πολιτικής αστάθειας και της οικονομικής στασιμότητας.

Το γιατί οι Ιταλοί ενδέχεται να απορρίψουν τη λογική και να κινηθούν εναντίον της εμπειρίας τους είναι κάτι που έχει να κάνει τόσο με την κακή συγκυρία όσο και με τους κακούς υπολογισμούς του Ρέντσι, ο οποίος προσωποποίησε το δημοψήφισμα. Τυχόν επικράτηση του ΟΧΙ θα θέσει εκ νέου ερωτήματα για τη χρησιμότητα των δημοψηφισμάτων όταν πρόκειται για σύνθετα ζητήματα.

Τα ερωτήματα επί των οποίων οι Ιταλοί καλούνται να ψηφίσουν μοιάζουν κάπως αρχαϊκού χαρακτήρα μπροστά στο δίλημμα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι βρετανοί ψηφοφόροι ή στο πρόσωπο που είχαν να επιλέξουν οι Αμερικανοί. Εχουν όμως μεγάλη σημασία τόσο επί της ουσίας (ο Ρέντσι έχει υποστηρίξει, και ορθώς, ότι η χώρα είναι ακυβέρνητη χωρίς τη θεσμική μεταρρύθμιση που επιδιώκει) όσο και επειδή ταυτίζονται με το μεταρρυθμιστικό όραμα αυτής της κυβέρνησης.

Η σημαντικότερη αλλαγή αφορά τη σύνθεση και τον ρόλο της Γερουσίας. Το σημερινό σύστημα, που σχεδιάστηκε για να αποτρέψει την εμφάνιση ενός νέου Μουσολίνι, παρέχει ίσες εξουσίες στα δύο σώματα του κοινοβουλίου, με αποτέλεσμα πολλά νομοσχέδια να πηγαινοέρχονται συχνά για χρόνια μεταξύ των δύο σωμάτων προκειμένου να υιοθετηθούν. Με βάση τη μεταρρύθμιση, η Γερουσία θα μετατραπεί σε ένα σώμα 100 μη εκλεγμένων περιφερειακών αντιπροσώπων που θα έχουν συμβουλευτικό ρόλο.

Αν οι αλλαγές σταματούσαν εδώ, η αποστολή του Ρέντσι θα ήταν ευκολότερη. Ο ιταλός πρωθυπουργός πρόσθεσε όμως και μια αλλαγή στον εκλογικό νόμο που θα καθιστά σχεδόν αδύνατη την εκθρόνιση ενός πρωθυπουργού στη διάρκεια της πενταετούς του θητείας. Αυτό ανησυχεί πολλούς Ιταλούς, οι οποίοι δεν είναι ικανοποιημένοι με την έλλειψη πνεύματος συνεργασίας που χαρακτηρίζει τον Ρέντσι.

Τα πράγματα για τον τελευταίο χειροτέρεψαν λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα: στασιμότητα, μια ανεργία που φτάνει το 11,4%, ένα χρέος που φτάνει το 132% του ΑΕΠ και έναν τραπεζικό τομέα που βουλιάζει από τα «κόκκινα δάνεια». Οι μισοί σχεδόν από τους νέους είναι άνεργοι και η δυσαρέσκεια μεγάλη. Η μεσαία τάξη της Ιταλίας, όπως και της Αμερικής, αισθάνεται ότι δεν έχει επωφεληθεί από την παγκοσμιοποίηση.

Στο παρελθόν, οι ιταλικές κυβερνήσεις προσπερνούσαν τα προβλήματα χάρις στην υποτίμηση και τις δημόσιες δαπάνες. Αυτό δεν είναι τώρα δυνατό. Η Ιταλία χρειάζεται διαρθρωτική μεταρρύθμιση, αλλά δεν μπορεί να την εφαρμόσει στις σημερινές συνθήκες. Η γενναία προσπάθεια του Ρέντσι να μεταρρυθμίσει την αγορά εργασίας προσέκρουσε στα συμφέροντα των συνδικάτων.

Ο κυριότερος αντίπαλος του Ρέντσι, ο Μπέπε Γκρίλο από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, προειδοποιεί τους ψηφοφόρους ότι οι μεταρρυθμίσεις που καλούνται να ψηφίσουν δίνουν υπερβολικές εξουσίες στον Ρέντσι και υποστηρίζει ότι η Ιταλία πρέπει να αποχωρήσει από το ευρώ. Ο Ρέντσι δεν χάνει ευκαιρία να καταγγείλει τις συγκεχυμένες προτάσεις του Κινήματος και να επισημάνει την έλλειψη κυβερνητικής εμπειρίας που το χαρακτηρίζει. Όπως συνέβη και στην περίπτωση του Τραμπ, όμως, δεν είναι σαφές αν οι Ιταλοί ανησυχούν για πράγματα όπως η εμπειρία ή η ικανότητα. Αυτό που θέλουν είναι να εκδηλώσουν την οργή τους για τις συνέπειες της λιτότητας στη ζωή τους.

Ο Ρέντσι και οι βουλευτές του γυρίζουν την Ιταλία για να ενισχύσουν τις ψήφους υπέρ του ΝΑΙ. «Αν νικήσει το ΟΧΙ, όποιος είναι πρωθυπουργός τα επόμενα 30 χρόνια θα είναι σκλάβος των βέτο, των εκβιασμών και της γραφειοκρατίας», προειδοποιεί. Όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, όμως, οι Ιταλοί δεν συμφωνούν μαζί του.

Στις ημέρες που απομένουν, η ιταλική κυβέρνηση πρέπει να πείσει τους ψηφοφόρους να μην ακολουθήσουν τα παραδείγματα του Brexit και των αμερικανικών εκλογών. Αν δεν τα καταφέρει, οι συνέπειες μπορεί να αποδειχθούν εξίσου σημαντικές μ’εκείνες των δύο ψηφοφοριών που σόκαραν φέτος τον πλανήτη.

(*) Η Τερίζ Ράφαελ γράφει άρθρα για την ευρωπαϊκή πολιτική στο Bloomberg

(Πηγή: Bloomberg, ΑΠΕ)


Exit mobile version