Ο εμπορικός πόλεμος γίνεται μπούμερανγκ για τις ΗΠΑ

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους εμπορικούς εταίρους τους κλιμακώνεται. Αμερικανικές εταιρείες φοβούνται ότι η πολιτική των εμπορικών δασμών του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ θα πλήξει και τις ίδιες.

Ακόμη και η Ιβάνκα Τραμπ πέφτει, όπως φαίνεται, θύμα της εμπορικής πολιτικής του πατέρα της. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ σκοπεύει να επιβάλει τον Σεπτέμβριο δασμούς ύψους 10% μεταξύ άλλων σε τσάντες και ενδύματα που εισάγονται από την Κίνα -δηλαδή ακριβώς σε προϊόντα του είδους που εμπορεύεται μέσω της εταιρείας μόδας της η κόρη του Ντόναλντ Τραμπ. Η Ιβάνκα Τραμπ αποφάσισε να τερματίσει την ενασχόλησή της με την εταιρεία της, εξηγώντας ότι θέλει να αφοσιωθεί στο έργο της ως συμβούλου στον Λευκό Οίκο. Η πλειοψηφία των προϊόντων της επιχείρησης που ανήκει στην κόρη Τραμπ παράγεται στην Κίνα. Η πολιτική προστατευτισμού που ακολουθεί ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ήδη επιφέρει αντίμετρα κατά των ΗΠΑ εκ μέρους των εμπορικών τους εταίρων. Η Ουάσιγκτον έχει στο μεταξύ προσφύγει εναντίον αυτών των εταίρων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΥ). «Έχουμε εγκλωβιστεί σε μια καθοδική δίνη», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Κότοκ, ιδρυτής της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Cumberland Advisors. Όπως εκτιμά, ο εμπορικός πόλεμος έχει ξεκινήσει.

Εις βάρος των εμπόρων και των καταναλωτών


Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δεσμευθεί κατά τον προεκλογικό του αγώνα να στηρίξει αμερικανικές επιχειρήσεις που βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Κατά τον Αμερικανό πρόεδρο αυτές έχουν πέσει θύμα άδικων εμπορικών πρακτικών εκ μέρους άλλων χωρών. Ωστόσο, και αμερικανικές εταιρείες έχουν ήδη αρχίσει να αντιλαμβάνονται τις επιπτώσεις της εμπορικής πολιτικής Τραμπ. «Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία δεν υπάρχουν κερδισμένοι σε έναν εμπορικό πόλεμο», υπογραμμίζει ο Ντέιβιντ Κότοκ. Σοβαρότερες είναι οι επιπτώσεις για πολυεθνικούς ομίλους με διεθνή δίκτυα πωλήσεων. Τα προϊόντα τους ακριβαίνουν στο εξωτερικό λόγω πρόσθετων δασμών κατά των ΗΠΑ και ως εκ τούτου είναι λιγότερο ελκυστικά στους καταναλωτές συγκριτικά με αντίστοιχα προϊόντα εγχώριων παραγωγών. Ήδη έχουν πληγεί στην ΕΕ οι Αμερικανοί παραγωγοί ουίσκι, ενδυμάτων, τζιν και μοτοσυκλετών. Από την 1η Ιουλίου ισχύουν και καναδικοί δασμοί σε εισαγόμενα αμερικανικά προϊόντα αξίας 16,6 δις δολαρίων –εκτός από τον χάλυβα και το αλουμίνιο από τις ΗΠΑ έχουν ακριβύνει στον Καναδά και αμερικανικά καταναλωτικά είδη όπως ο καφές. Στην Κίνα έχουν επιβληθεί δασμοί σε 545 αμερικανικά εισαγόμενα είδη –μεταξύ άλλων στη σόγια, το καλαμπόκι και τα αυτοκίνητα.

Την ίδια ώρα αυξάνεται το κόστος παραγωγής για αμερικανικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν πρώτες ύλες, όπως χάλυβα και αλουμίνιο, που εισάγονται από το εξωτερικό. Οι πρόσθετες δαπάνες μετακυλίονται σε πολλές περιπτώσεις στους εμπόρους και στους καταναλωτές, επισημαίνει ο Ντέιβιντ Κότοκ. Εμβληματικές αμερικανικές εταιρείες, όπως η Campbell Soup και η Coca Colα, πλήττονται από τη σκληρή γραμμή Τραμπ. Η αμερικανική ζυθοποιία MillerCoors υπογραμμίζει μέσω twitter ότι δεν υπάρχει αρκετό αμερικανικό αλουμίνιο για να καλύψει τη ζήτηση για παραγωγή κουτιών όπου εμφιαλώνονται οι μπύρες της εταιρείας. «Κατά συνέπεια αυτοί οι στρεβλοί δασμοί θα πλήξουν εν τέλει Αμερικανούς εργαζόμενους και καταναλωτές», τονίζει η εταιρεία.

Μεγαλύτερο το πλήγμα για τιςμικρότερες επιχειρήσεις

Σειρά οικονομολόγων εκτιμούν ότι η πολιτική Τραμπ θα πλήξει μακροπρόθεσμα στην αμερικανική οικονομία. Η εταιρεία οικονομικών αναλύσεων Moody Analytics προμηνύει την απώλεια έως και 700.000 θέσεων εργασίας μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Κότοκ, η οικονομική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί και ο πληθωρισμός θα αυξηθεί εξαιτίας της ανόδου των τιμών για τους καταναλωτές.

Παρά τη διαφαινόμενη ζημιά που θα προκαλέσει η εμπορική πολιτική Τραμπ, λίγες εταιρείες έχουν τολμήσει να τοποθετηθούν δημοσίως. «Ο φόβος ότι θα εκνευρίσουν τον Τραμπ είναι μεγάλος», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Κότοκ, υπενθυμίζοντας ότι κατά το παρελθόν ο Αμερικανός πρόεδρος κατάφερε με ένα και μόνο σχόλιο στο twitter να οδηγήσει μετοχές εταιρειών στον… κατήφορο. Η πλειοψηφία των αμερικανικών επιχειρήσεων προσπαθεί παρασκηνιακά να περιορίσει κατά το δυνατόν τις αρνητικές συνέπειες των μέτρων Τραμπ. Περισσότερες από 26.000 εταιρείες έχουν ήδη υποβάλει αίτηση στο αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου προκειμένου να εξαιρεθούν από την επιβολή δασμών στις εισαγόμενες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν στην παραγωγή των προϊόντων τους. Η εξέταση των αιτήσεων αυτών καθυστερεί αισθητά.

Ο Ρον Ουάιντεν, στέλεχος των Δημοκρατικών και μέλος της οικονομικής επιτροπής στην αμερικανική γερουσία, επισημαίνει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις είναι αυτές που θα πληγούν κατά κύριο λόγο. Όπως λέει, αυτές δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις δαπάνες που απαιτούνται για τις νομικές τους διεκδικήσεις.


Πηγή Πληροφοριών: Deutsche Welle

Exit mobile version