Κάποιοι πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος για να επισπευσθούν οι διαδικασίες στη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους δανειστές, είναι ένα τελεσίγραφο. Κάτι τέτοιο όμως μόνο θα επιδεινώσει τα προβλήματα της χώρας, γράφει ο Χιούγκο Ντίξον.
Σε άρθρο του στους New York Times, σημειώνει ότι κάτι τέτοιο θα επηρεάσει αρνητικά τις συζητήσεις και θα προκαλέσει φωνές ότι οι ξένοι τρομοκρατούν την Ελλάδα. Σχολιάζοντας την άποψη του Σάιμον Νίξον, την οποία είχε εκφράσει μέσω άρθρου του στη Wall Street Journal την προηγούμενη εβδομάδα, ότι στην Ελλάδα πρέπει να παρουσιαστεί μία προσφορά τύπου «συμφωνείς ή φεύγεις», ο Ντίξον χαρακτηρίζει αυτή την προοπτική κακή ιδέα.
Ένα τέτοιο τελεσίγραφο είναι αχρείαστο, γράφει στους New York Times. Οι διαπραγματεύσεις κάνουν πρόοδο, ίσως βέβαια ακόμη σε αργούς ρυθμούς, συμπληρώνει. «Δεν υπάρχει η εγγύηση ότι η Ελλάδα θα συμφωνήσει με τους δανειστές. Και οι δύο πλευρές πρέπει να υποχωρήσουν, ενώ υπάρχει λίγος χρόνος πριν τελειώσουν τα χρήματα», σημειώνει.
Η πιο σημαντική υποχώρηση από τους δανειστές ως τώρα, συνεχίζει, είναι ότι δεν επιμένουν πλέον στο μη ρεαλιστικό πρωτογενές πλεόνασμα του 3% για φέτος και είναι έτοιμοι να δεχθούν το μισό. Η ελληνική κυβέρνηση από την άλλη, έχει συμφωνήσει σε εκτεταμένες αλλαγές στον ΦΠΑ και αναγνωρίζει ότι πρέπει να προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις.
«Οι δανειστές πρέπει να συνεχίσουν να εξηγούν ότι δεν υποχωρούν στα ζητήματα που απομένουν: τις συντάξεις και τα εργασιακά. Μπορούν ακόμη και να προτείνουν λύσεις», αναφέρει ο Ντίξον, που προσθέτει επίσης ότι η ευρωζώνη και το ΔΝΤ μπορούν να διευκρινίσουν τις ολέθριες συνέπειες μίας χρεοκοπίας, αλλά αυτό είναι διαφορετικό από το να γράψουν οι ίδιοι οι δανειστές τις μεταρρυθμίσεις, να τις δώσουν στον Αλέξη Τσίπρα και να πουν «συμφωνείς ή φεύγεις».
Μπορεί, σχολιάζει ο Ντίξον, κάποιες φορές οι δανειστές να εκνευρίζονται γιατί η Αθήνα σπαταλά το χρόνο και δεν δίνει λεπτομερείς προτάσεις, αλλά πρέπει να αντισταθούν στον πειρασμό να παρέμβουν στην αυτονομία της χώρας.
Σε περίπτωση ρήξης, προσθέτει ακόμη, οι δανειστές δεν θέλουν να πιαστούν να βάζουν το όπλο στο κεφάλι του Αλέξη Τσίπρα. Αντιθέτως πρέπει να θέλουν να αποφασίσει εκείνος ποια είναι καλύτερη από τις ομολογουμένως δυσάρεστες επιλογές.