Υπάρχει ένα επιχείρημα που συζητείται κατά κόρο από το ξέσπασμα της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης, όχι μόνο στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου αλλά και σε ορισμένους αμερικανικούς επιστημονικούς κύκλους.
Ότι με την πολιτική συγκράτησης των μισθών κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, η γερμανική οικονομία έχει ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της μέσα στην ευρωζώνη και κατά συνέπεια έχει προκαλέσει πιέσεις στις χώρες με κρίση, όπως την Ελλάδα, για μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές στο παραγωγικό τους μοντέλο.
Αυτή τη θέση αμφισβητεί ο Κρίστοφ Σρέντερ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας (IW) της Κολωνίας, που πρόσκειται στην εργοδοσία.
Τι παράγεται και με τι κόστος
Σε μελέτη που δημοσιοποίησε χθες, ερευνά εάν η άποψη για την υψηλή ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας μπορεί να αποδειχθεί εμπειρικά και εάν προκύπτουν ζημίες για άλλα κράτη – μέλη της ευρωζώνης.
Ο γερμανός ερευνητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα δεν επιδρά θετικά στις τιμές των προϊόντων, αντίθετα μάλιστα, η ανταγωνιστικότητά της Γερμανίας συνεχώς διαβρώνεται. Θα έλεγε κανείς ότι από ένα ινστιτούτο που υποστηρίζει τα εργοδοτικά συμφέροντα δεν θα περιμένε κάτι άλλο. Αλλά τελικά ποιός έχει δίκαιο;
Η πολύ υψηλή γερμανική ανταγωνιστικότητα προκαλεί πιέσεις για περισσότερες μεταρρυθμίσεις σε άλλες χώρες ή τελικά ανταγωνιστικότητα δεν υπάρχει; Το περίεργο είναι ότι και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν ως παράδειγμα αυτό που η εφημερίδα die Welt κατήγγειλε ότι δεν γνώριζε ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στο Νταβός για τη σχέση της παραγωγικότητας με το κόστος εργασίας, δηλαδή το μισθολογικό κόστος μονάδας. Διότι αποφασιστικής σημασίας δεν είναι το κόστος εργασίας, αλλά τι προϊόν παράγεται και με τι κόστος.
Βέβαια οι δύο πλευρές καταλήγουν στα συμπεράσματά τους έπειτα από παρατηρήσεις διαφορετικών χρονικών περιόδων. Όσοι θεωρούν επινόημα της φαντασίας τη γερμανική ανταγωνιστικότητα υποστηρίζουν ότι ανάμεσα στο 1991 και το 2014 έχει ανέβει το κόστος ανά μονάδα προϊόντος κατά 0,5%, ενώ στους ανταγωνιστές εκτός Γερμανίας έχει παραμείνει σχεδόν στο ίδιο ύψος, άρα δεν τίθεται θέμα πλεονεκτημάτων στις γερμανικές τιμές.
Μείγμα παραγόντων καθορίζει την ανταγωνιστικότητα
Την ίδια ώρα οι επικριτές της συγκρατημένης μισθολογικής πολιτικής βασίστηκαν σε άλλα χρονικά διαστήματα για τις παρατηρήσεις τους, τα οποία ο Κρίστοφ Σρέντερ από το Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας αποδέχεται πλήρως. Εάν μπορεί κανείς να μιλήσει για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στη Γερμανία, αυτό ισχύει μόνο την περίοδο από το 1999 μέχρι το 2007 και μόνο σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, αναφέρεται στη έρευνα του Ινστιτούτου. Από το συμπέρασμα αυτό μπορείς κανείς να φανταστεί τις συστάσεις που κάνει το Ινστιτούτο για τη γερμανική οικονομία.
«Οι συμβαλλόμενοι στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί με τις μισθολογικές αυξήσεις», προειδοποιεί ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Μίχαελ Χίτερ. «Διότι σε μια τόσο ανταγωνιστική αγορά αγαθών δεν είναι δεδομένη η μετακύληση της αύξησης τιμών στους καταναλωτές». Πολύ περισσότερο μάλιστα που συμφωνίες για αυξήσεις μισθών δεν ευνοούν την απασχόληση, εξασθενούν την κατανάλωση και κατά συνέπεια επιδρούν αρνητικά στη γερμανική οικονομία.
Ένα δύσπεπτο επιχείρημα, διότι αυξήσεις στους μισθούς σημαίνουν περισσότερα χρήματα, μεγαλύτερη κατανάλωση και μεγαλύτερη ώθηση της οικονομίας. Το ότι οι εργοδότες χαρακτηρίζουν ως εχθρικές προς την απασχόληση τις αυξήσεις μισθών επικαλούμενοι την κατάσταση στην αγορά εργασίας, είναι κατανοητό αλλά μακριά από την πραγματικότητα. Ίσως τελικά και οι δύο πλευρές δεν λαμβάνουν υπόψη και τις άλλες παραμέτρους που δεν ποσοτικοποιούνται, αλλά παίζουν σημαντικό ρόλο.
Όπως οι σταθερές τιμές ενέργειας, οι καλές υποδομές, η ασφάλεια δικαίου και το εποικοδομητικό εργασιακό κλίμα. Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο η τιμή που αποφασίζει για την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, αλλά ένα μείγμα παραγόντων που έχουν να κάνουν με το χώρο παραγωγής, την υψηλή κατάρτιση των εργαζομένων και τα πρωτοποριακά προϊόντα.
Πηγή: DW