«Μπίζνες» με τους πρόσφυγες

«Απορρίπτουμε αναγκάστικά τα εννέα στα δέκα αιτήματα που δεχόμαστε, γιατί δεν έχουμε τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε» λέει ο Κλάους Κοκς, εκπρόσωπος τύπου της European Homecare.

Η εταιρεία αυτή υποστηρίζει ότι παρέχει τρόφιμα και κατάλυμα σε 15.000 πρόσφυγες σε ολόκληρη τη Γερμανία, απασχολώντας συνολικά 900 εργαζόμενους.

Ο Κοκς έχει εργαστεί ως σύμβουλος επικοινωνίας σε μεγάλους ομίλους όπως η Volkswagen και η Aral και δηλώνει με αυτοπεποίθηση ότι η επιχείρησή του είναι «ένα Aldi σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εταιρείες του κλάδου».

Εννοεί φυσικά ότι, όπως και η γνωστή αλυσίδα σούπερμαρκετ, προσπαθεί να επιτύχει οικονομίες κλίμακας και ιδιαίτερα χαμηλή τελική τιμή μέσω του μεγάλου όγκου των παραγγελιών.

Αλλά ακόμη και σε αυτόν τον «κλάδο» δεν λείπουν οι συγκυριακές δυσκολίες. «Όσο και να ψάξετε, σε όλη την Ευρώπη δεν υπάρχει κοντέινερ ούτε για δείγμα» λέει ο Κοκς. Αυτό προφανώς συμβαίνει λόγω μεγάλης ζήτησης για προσωρινά καταλύματα.

Μόνον η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση εκτιμά ότι μέχρι το τέλος του 2015 θα πρέπει να διαχειριστεί την άφιξη 800.000 προσφύγων και διαθέτει για τον σκοπό αυτό έξι δισεκατομμύρια ευρώ.

Για δήμους και κοινότητες η συνεχής ροή προσφύγων σημαίνει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Για επιχειρηματίες όπως ο Κλάους Κοκς σημαίνει πολλά υποσχόμενες ευκαιρίες στην «προσφορά υπηρεσιών».

Ο ίδιος επιμένει ότι εδώ δεν λειτουργεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης: «Μιλάμε για δημόσιες συμβάσεις. Εδώ κερδίζει όποιος καταθέτει την πιο οικονομική προσφορά», υποστηρίζει.

 

«Κερδοσκοπία λόγω ελλείψεων»

Ο Μπερντ Μέσκοβιτς, αντιπρόεδρος της ΜΚΟ Pro Asyl, που δραστηριοποιείται για την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες, έχει διαφορετική άποψη.

Πιστεύει ότι λόγω της αφόρητης πίεσης χρόνου πολλοί τοπικοί άρχοντες δεν είναι σε θέση να τηρούν πάντοτε το ισχύον δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων.

«Αυτή τη στιγμή έχουμε υπερβεί τις προδιαγραφές» δηλώνει χαρακτηριστικά «και αυτό δίνει ουσιαστικά ένα μέσο πίεσης στις εταιρείες που συμμετέχουν στους διαγωνισμούς, ενώ από την πλευρά τους δήμοι και κοινότητες δεν μπορούν να βρουν λύσεις σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα».

Ενδεικτική των προβλημάτων είναι η κατάσταση στην πόλη Χαμ της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας: 1.000 πρόσφυγες διαμένουν μαζί με άλλους 550 ανθρώπους σε ένα προσωρινό κατάλυμα.

Ο Μάρκους Κρεντς, υπεύθυνος οικονομικών του δήμου, υπολογίζει ότι για κάθε έναν από τους πρόσφυγες η δαπάνη στον προϋπολογισμό του δήμου ανέρχεται σε 1.200 με 1.300 ευρώ μηνιαίως.

Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης, για κάθε νεοεισερχόμενο πρόσφυγα ο δήμος δικαιούται και μία επιδότηση από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, που φτάνει τα 675 ευρώ. Μόνο που «δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα εκταμιευθούν τελικά αυτά τα χρήματα», τονίζει ο Κρεντς.

Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η κατάσταση στα προσωρινά καταλύματα, όπου, όπως λέει, «υπάρχουν ιδιοκτήτες που θέλουν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση και προσφέρουν στον δήμο άχρηστα καταλύματα, θεωρώντας ότι οι δήμοι δεν θα έχουν άλλη επιλογή παρά να τα αποδεχθούν. Ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν χρειάστηκε να ασχοληθούμε με τέτοιες προσφορές».

Το πιο απίστευτο: εμφανίστηκε ακόμη κι ένα fonds με έδρα στα νησιά Κέιμαν, γνωστό φορολογικό παράδεισο, το οποίο προφανώς με κάποιον τρόπο κατάφερε να αποκτήσει ακίνητα στην πόλη του Χαμ.

 

Το νοσοκομείο ως business model;

Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετωπίζει η πόλη του Έσεν. Aναζητώντας λύσεις, έχει προμηθευθεί ακόμη και «κινητά καταλύματα» για τη στέγαση προσφύγων.

«Έρχονται τόσο πολλοί άνθρωποι, που αναγκαζόμαστε να αναζητήσουμε άμεσες και γρήγορες λύσεις» λέει ο δήμαρχος του Έσεν Ράινχαρντ Πας.

Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, η δημοτική αρχή έχει ήδη προσφύγει στις υπηρεσίες της European Homecare.

Μάλιστα ένας αρμόδιος υπάλληλος, ο οποίος όμως δεν κατονομάζεται, φέρεται να δηλώνει για τη συγκεκριμένη εταιρεία στη γερμανική εφημερίδα: «Ξέρουν καλά ότι δεν έχουμε καμία άλλη επιλογή παρά να συνεργαστούμε μαζί τους».

Ο εκπρόσωπος της εταιρείας Κλάους Κοκς δεν δέχεται σε καμία περίπτωση ότι βγάζει κέρδος «πατώντας» στην ανθρώπινη ανάγκη.

«Ένα νοσοκομείο βγάζει χρήματα από τους ασθενείς. Έτσι κι εμείς κερδίζουμε χρήματα ως επιχείρηση που προσφέρει μία συγκεκριμένη υπηρεσία στα πλαίσια της παροχής ασύλου. Έτσι δουλεύει η παροχή υπηρεσιών», τονίζει.

Υπάρχουν όμως ηθικά όρια στην επένδυση και το κέρδος; Σύμφωνα με την οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt, το 2013 ο τζίρος της συγκεκριμένης εταιρείας αυξήθηκε κατά 80% φτάνοντας τα 16,7 εκ. ευρώ. Στοιχεία για το 2014 δεν έχουν γίνει γνωστά.

Για τον Μπερντ Μέσοβιτς η «ρίζα του κακού» είναι ότι το κράτος έχει απολέσει τον ρυθμιστικό του ρόλο στην αγορά, επιτρέποντας την πώληση ακινήτων σε επενδυτικές εταιρείες.

Με αυτά τα δεδομένα, υποστηρίζει ο Μέσοβιτς, δήμοι και κοινότητες δεν έχουν άλλη επιλογή, παρά να συνεργαστούν με τους ιδιώτες, παίρνοντας και το ρίσκο της πιθανής κερδοσκοπίας.

Πηγή: DW

Exit mobile version