Μυθικός σκηνοθέτης, παραγωγός, σεναριογράφος, κωμωδιογράφος, stand up κωμικός, συνθέτης και ντράμερ, ο Μελ Μπρουκς θα τιμηθεί με το ανώτερο βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Σήμερα στην τελετή απονομής των βραβείων της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου BAFTA θα παραλάβει το βραβείο Fellowship που δίνεται σε προσωπικότητα της έβδομης τέχνης για την προσφορά της στο χώρο, στην περίπτωση του Μπρουκς για την προσφορά του στην κωμωδία.
Επισημαίνοντας ότι μεγάλος αριθμός Βρετανών κωμικών, όπως οι Έρικ Μόρκαμπ και Έρνι Ουίζε, οι δύο Ronnies και ο Ρόουαν Άτκινσον δεν τα κατάφεραν καλά στις ΗΠΑ, ο Αμερικανός Μελ Μπρους σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «The Guardian» αναφέρει:
«Είμαι ευτυχής που κατάλαβαν το έργο μου στη Βρετανία. Και έμεινα έκπληκτος».
Ο Μέλβιν Καμίνσκι, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, 90 χρόνων σήμερα, ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1950, όταν έγραφε σκετς για το πρόγραμμα Your Show of Shows. Ακολούθησαν οι τρελές κωμωδίες, όπως «Οι Παραγωγοί», «Το μυστήριο με τις 12 καρέκλες», «Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες», «Φρανκεστάιν Τζούνιορ», «Η τελευταία τρέλα του Μελ Μπρουκς», «Η ιστορία του κόσμου, μέρος πρώτο» και το πολύ επιτυχημένο μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ βασισμένο στην ταινία «Οι Παραγωγοί».
Για 60 χρόνια, ο Μελ Μπρουκς υπήρξε μία από τις πιο πρωτότυπες φωνές στην αμερικανική κωμωδία. Δεν υπάρχει κανένας άλλος σαν τον Μπρουκς και η Βρετανική Ακαδημία Κινηματογράφου φαίνεται πως το κατανόησε, υπογραμμίζει ο Τζο Κουίναν, κριτικός τέχνης και κινηματογράφου στην εφημερίδα.
Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Όπως τα παιδιά πολλών φτωχών οικογενειών Εβραίων, εργαζόταν part time σε κατάστημα με ενδύματα. Υπηρέτησε στον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια άρχισε να παίζει ντραμς σε νυχτερινά κέντρα στο Catskills. Ξεκίνησε τις εμφανίσεις σε κωμικούς ρόλους, εργάστηκε στο ραδιόφωνο αλλά και ως διασκεδαστής σε θέρετρο.
Οι ταινίες του Μπρουκς δεν ήταν ποτέ απροκάλυπτα πολιτικές, όμως ακόμα και σήμερα τα φιλμ «Καυτές Σέλες» και «Οι παραγωγοί» φαίνονται εκπληκτικά επίκαιρες.
Στην πρώτη, μία παρωδία γουέστερν, ένας χαρισματικός μαύρος σερίφης περιπλανιέται σε μία μίζερη κοινότητα, ενώνει τις φυλές στον αγώνα τους ενάντια στον κοινό εχθρό – τους αδίστακτους καπιταλιστές και τους διεφθαρμένους πολιτικούς και στη συνέχεια ιππεύει το άλογό του και φεύγει προς το ηλιοβασίλεμα.
«Οι Παραγωγοί» είναι μια ταινία για δύο παραγωγούς του θεάτρου οι οποίοι αποφασίζουν να ανεβάσουν το χειρότερο έργο στο Μπρόντγουεϊ για να αποσπάσουν χρήματα από διάφορες γηραιές κυρίες που τις πείθουν να το χρηματοδοτήσουν. Το έργο «Άνοιξη για τον Χίτλερ» ένα μιούζικαλ γίνεται απροσδόκητα επιτυχία και αρχίζουν τα δύσκολα. Φαίνεται συγκλονιστικά σημαντικό την εποχή του Ντόναλντ, της Ιβάνκα, της Μελάνια και του Τζάρεντ, εκτιμά ο Τζο Κουίναν.
«Το όλο θέμα είναι τρελό», λέει ο Μελ Μπρουκς. Ο Τραμπ δεν ήταν ποτέ πολιτικός. Ποτέ δεν ήταν γερουσιαστής. Δεν νομίζω ότι ήταν ποτέ πρόεδρος σχολικής τάξης. Και μετά εξελέγη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν περίμενε να κερδίσει. Δεν το είχε πάρει στα σοβαρά. Τριακόσια εκατομμύρια Αμερικανοί δεν το πήραν στα σοβαρά. Τώρα το κάνουν» τονίζει.
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός θεωρεί την αντι-μουσουλμανική ταξιδιωτική απαγόρευση του Τραμπ ως κακώς σχεδιασμένη και άθλια εκτελεσμένη – οι γονείς του ήρθαν στις ΗΠΑ ως παιδιά – δεν μιλά άσχημα για τον Τραμπ με τον τρόπο που οι περισσότεροι άνθρωποι του κινηματογράφου κάνουν. «Ο Τραμπ δεν με τρομάζει», λέει. «Είναι άνθρωπος του τραγουδιού και του χορού. Ο Πενς [ο αντιπρόεδρος] και ο Μπάνον [τα πρωτοπαλίκαρά του, ένα είδος Ντικ Τσένι χωρίς τη λαμπερή, αγγελική γοητεία], αυτοί οι τύποι με κάνουν νευρικό». Και προσθέτει:«… Δεν μιλάμε για Αθηναϊκή Δημοκρατία εδώ».
Ερωτηθείς για τη σύζυγό του, την ηθοποιό Αν Μπάνκροφτ, η οποία πέθανε το 2005, λέει: «Ήταν αστεία; Ναι, ήταν πολύ αστεία. Αλλά το καλύτερο πράγμα που είπε ποτέ ήταν όταν δήλωσε σε μια συνέντευξη: “Η ζωή μου αρχίζει όταν ακούω το κλειδί του στην πόρτα”».
Υπήρξε μια εποχή που οι ταινίες του θεωρήθηκαν από σνομπ κριτικούς ως χυδαίες, σεξιστικές και ανώριμες. Σήμερα θεωρούνται τολμηρές και έξυπνες, ακόμη και σοφιστικέ, ενώ εξακολουθούν να είναι χυδαίες με ανεπαρκή σεβασμό προς τις γυναίκες και τις μειονότητες – αν και όλα με υψηλής ποιότητας τρόπο.
Κληθείς να ξεχωρίσει το καλύτερο αστείο που έγραψε ποτέ, ο Μπρουκς αναφέρει: «Η αγαπημένη μου ατάκα είναι περισσότερο συναισθηματική. Είναι η σκηνή στο τέλος της ταινίας “Καυτές Σέλες” όταν ο Τζιν Γουάιλντερ ρωτά τον Κλίβον Λιτλ προς τα πού θα κατευθυνθεί στη συνέχεια. Και ο Κλίβον λέει: “Όχι κάπου ιδιαίτερα”. Και ο Τζιν απαντά: “Όχι κάπου ιδιαίτερα. Είναι κάπου που πάντα ήθελα να πάω”».