Η προστασία του περιβάλλοντος και η αειφόρος ανάπτυξη παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο για τους γερμανούς καταναλωτές.
Έκθεση της ερευνητικής εταιρίας Nielsen δείχνει, για παράδειγμα, ότι το εμπόριο βιολογικών προϊόντων παρουσίασε πέρυσι τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε ολόκληρο τον κλάδο εμπορίου τροφίμων στην Γερμανία. Ανάλογα υψηλή είναι η ζήτηση για προϊόντα χορτοφαγίας ή αυστηρής χορτοφαγίας (βίγκαν).
Την ώρα που το εμπόριο τροφίμων στη Γερμανία παρουσίασε το 2014 ανάπτυξη γύρω στο 2%, εταιρίες βιολογικής διατροφής μιλούν για ανάπτυξη πάνω από 10%. Οι τάσεις της αγοράς είναι σαφείς.
Ως αποτέλεσμα ακόμα και γερμανοί παρασκευαστές «συμβατικών» αλλαντικών, όπως η Wiesenhof, η Meica και η Rügenwalder προσφέρουν πλέον στους καταναλωτές αλλαντικά για χορτοφάγους.
Ένας λόγος για την σημαντική ανάπτυξη του τομέα βιολογικής διατροφής στη Γερμανία είναι ότι όλο και περισσότεροι καταναλωτές που τρώνε κρέας, προσπαθούν να περιορίσουν την κατανάλωσή του.
Καθαρή συνείδηση μέσω «πράσινων επενδύσεων»
Όμως οι καταναλωτές προτιμούν όλο συχνότερα και βιολογικά καλλυντικά. Έρευνα της Εταιρίας Καταναλωτικών Ερευνών (GfK) δείχνει τον τελευταίο χρόνο αυξήσεις στους τζίρους «πράσινων καλλυντικών» γύρω στο 11%. Κυρίως οι πιο νέοι καταναλωτές δείχνουν να αγοράζουν τέτοιου είδους καλλυντικά. Ενδεικτικό ότι καταναλωτές μέχρι τα 30 έχουν διπλασιάσει από το 2009 τις δαπάνες τους για «πράσινα καλλυντικά».
Όμως το ενδιαφέρον των καταναλωτών δεν περιορίζεται μόνο στα βιολογικά προϊόντα διατροφής ή τα βιολογικά καλλυντικά.
Όλο και περισσότεροι γερμανοί καταθέτουν τα χρήματά τους σε εναλλακτικές τράπεζες που επενδύουν σε οικολογικά ή κοινωνικά προγράμματα.
Αν και οι αποδόσεις τέτοιων επενδύσεων είναι μικρότερες πολλοί καταναλωτές προτιμούν να διαθέσουν τα χρήματά τους σε προγράμματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σε βιολογικά αγροκτήματα ή ακόμα και οίκους ευγηρίας.
Η μεγαλύτερη γερμανική εναλλακτική τράπεζα GLS κατάφερε, προσφέροντας επενδύσεις σε βιολογικά ή κοινωνικά προγράμματα, να αυξήσει τους πελάτες της το πρώτο εξάμηνο του 2015 κατά 5,8%.
Την ίδια στιγμή ο ισολογισμός της τράπεζας ξεπέρασε τον Αύγουστο το φράγμα των 4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αν βέβαια συγκρίνουμε με τους τραπεζικούς κολοσσούς της αγοράς, όπως η Deutsche Bank ή η Commerzbank, οι εναλλακτικές τράπεζες είναι οικονομικά…νάνοι.
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί πλέον να αμφισβητήσει ότι οι εναλλακτικές τράπεζες και τα επενδυτικά τους προϊόντα γίνονται όλο και πιο ελκυστικά για πολλούς γερμανούς.
Πηγή: DW