Κυνήγι επιτοκίων εκτός συνόρων από τους Γερμανούς

Στο κυνήγι των υψηλότερων επιτοκίων για τις καταθέσεις τους έχουν αποδυθεί οι Γερμανοί, καθώς δυσφορούν από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια των γερμανικών τραπεζών, που έχουν ως αποτέλεσμα να μένουν οι καταθέσεις τους στάσιμες ή ακόμη και να μειώνονται.

Επιλέγουν, έτσι, να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε τράπεζες άλλων χωρών της Ε.Ε., ορισμένες από τις οποίες τους προσφέρουν επιτόκια της τάξης του 0,9% ή του 1,6%, και αναλαμβάνουν τον κίνδυνο πτώχευσης των τραπεζών αυτών, τον οποίο ενδεχομένως δεν γνωρίζουν.

Για να εντοπίσουν τις τράπεζες που θα τους προσφέρουν τις κατάλληλες αποδόσεις, καταφεύγουν στις συμβουλές που τους παρέχουν ιστότοποι εξειδικευμένοι σε θέματα χρηματοοικονομικά, όπως οι Savedo και Weltsparen.

Οι ιστότοποι αυτοί λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα σε καταθέτες και τράπεζες, με στόχο να πείσουν τους Γερμανούς να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους από τη Γερμανία σε τράπεζες της Πορτογαλίας, της Βρετανίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Κροατίας ή και άλλων χωρών της Ε.Ε.

Μιλώντας στην Deutsche Welle, ο Κρίστιαν Τίσεν, επικεφαλής του ιστοτόπου Savedo, διαπιστώνει πως οι Γερμανοί τοποθετούν ολοένα και συχνότερα τα χρήματά τους σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Υπενθυμίζει ότι «επί δεκαετίες στη Γερμανία καταβάλλονταν αξιοπρεπή επιτόκια στις καταθέσεις, ενώ σήμερα οι Γερμανοί διαπιστώνουν ότι με τα σημερινά επίπεδα επιτοκίων, οι καταθέσεις τους δεν αυξάνονται αλλά συρρικνώνονται».

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Μίχαελ Στάπελ, επικεφαλής του τμήματος μακροοικονομίας από την τράπεζα DZ, στο διάστημα από το 2010 έως το 2016 οι Γερμανοί καταθέτες έχασαν περίπου 343 δισ. ευρώ από τόκους που θα είχαν εισπράξει αν δεν βρίσκονταν σε τόσο χαμηλά επίπεδα τα επιτόκια των γερμανικών τραπεζών.

Οπως επισημαίνει ο ίδιος, στο χρονικό διάστημα από το 1998 έως τα τέλη του 2008, οπότε δεν υπήρχαν ούτε κρίσεις ούτε υψηλός πληθωρισμός στη Γερμανία και, γενικότερα, στην Ευρώπη, τα επιτόκια καταθέσεων στις γερμανικές τράπεζες ήταν κατά μέσον όρο 4,2%.

Μεσολάβησε η οικονομική κρίση και η ΕΚΤ αποφάσισε τη μείωση των επιτοκίων, με αποτέλεσμα στο διάστημα από το 2010 έως το 2016 τα επιτόκια καταθέσεων να κυμανθούν κατά μέσον όρο στο 1,6%. Η διαφορά του 2,6% ανάμεσα στον παλαιότερο μέσο όρο επιτοκίων και στον μέσο όρο των τελευταίων ετών αντιστοιχεί σε 343 δισ. ευρώ ή σε 4.183 ευρώ ανά πολίτη, που, σύμφωνα με τον κ. Στάπελ, χάθηκαν εξαιτίας της πολιτικής της ΕΚΤ.

Εν τω μεταξύ, έχουν παρέλθει οι εποχές του μηδενικού πληθωρισμού, τουλάχιστον για τη Γερμανία. Τον Φεβρουάριο ο πληθωρισμός στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία κινήθηκε στο 2,2% και αυτό σημαίνει πως οι Γερμανοί πληρώνουν ακριβότερες τιμές, ενώ δεν αυξάνονται τα επιτόκια καταθέσεων. Σύμφωνα με τον Κλέμενς Φιστ, διευθυντικό στέλεχος του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo, το 2017 είναι «η χειρότερη χρονιά» για τους καταθέτες στη Γερμανία.

Σε ό,τι αφορά τους ιστότοπους που συμβουλεύουν για χρηματοοικονομικά θέματα, συγκαταλέγονται, σύμφωνα με την DW, στους κερδισμένους από την πολιτική των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ και εκπροσωπήθηκαν στη χρηματοοικονομική και επενδυτική Εκθεση Invest, που έγινε στις αρχές Απριλίου στη Στουτγάρδη.

Το πρόβλημα είναι ότι, προκειμένου να πείσουν τους Γερμανούς να καταθέσουν τα χρήματά τους σε κάποιες τράπεζες του εξωτερικού, επικαλούνται το επιχείρημα ότι, βάσει του ευρωπαϊκού δικαίου, είναι εγγυημένες οι καταθέσεις έως 100.000 ευρώ ανά τράπεζα και καταθέτη.

Για την ακρίβεια, η σχετική ευρωπαϊκή οδηγία εναποθέτει στα κράτη-μέλη την ευθύνη για να θέσουν σε λειτουργία μηχανισμούς που θα διασφαλίζουν τις καταθέσεις ύψους έως 100.000 ευρώ στην περίπτωση πτώχευσης της τράπεζας.

Οπως τονίζει ο Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ, καθηγητής Οικονομικής Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Χοφενχάιμ, τα εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων δεν προσφέρουν απόλυτη ασφάλεια. Αντιθέτως, αυτή καθεαυτήν η προσφορά υψηλών επιτοκίων προδίδει την ύπαρξη αυξημένου κινδύνου.

Πηγή: Καθημερινή


Exit mobile version