Κόστα: Ο διαπολιτισμικός και διαθρησκειακός διάλογος προϋπόθεση για την ασφάλεια

Τη θέση ότι ο διαπολιτισμικός και διαθρησκειακός διάλογος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ασφάλεια, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική στην Ευρώπη διατυπώνει, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ευρωβουλευτής Σίλβια Κόστα (Silvia Costa), μέχρι πρότινος πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτισμού και νυν μέλος της επιτροπής και συντονίστρια της ομάδας των Σοσιαλιστών.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, επισημαίνει ότι “η νότια Ευρώπη αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο βάρος του προσφυγικού ζητήματος, συνεπώς Ελλάδα και Ιταλία αντιλαμβάνονται καλύτερα ο ένας τον άλλο” και προσθέτει: “σε ό,τι αφορά την πίεση που προκύπτει από αυτή την ανθρωπιστική κρίση, όχι μόνο εγώ αλλά και άλλοι ευρωπαϊκοί φορείς άνοιξαν τα μάτια τους και αναγνώρισαν ότι αν δεν βελτιωθεί ο διαπολιτισμικός και διαθρησκειακός διάλογο ώστε να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια, σε αυτή την κατεύθυνση, σε κάθε επίπεδο, αρχίζοντας από το τοπικό επίπεδο, είναι αδύνατο να υπάρχει ασφάλεια, πολιτική άμυνας και εξωτερική πολιτική”.

Ως παράδειγμα, η κ. Κόστα φέρνει τις δηλώσεις της επικεφαλής της διπλωματίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Φεντερίκα Μογκερίνι, η οποία, όπως τόνισε, “έθεσε το ζήτημα αυτό ως θεμελιώδες στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων που πρέπει να διέπονται από μια πολιτισμική διάσταση, πάνω από όλα”.

Η Ιταλίδα ευρωβουλευτής, την οποία το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε στις Βρυξέλλες, χαρακτηρίζει πολύ ενδιαφέρουσα την πρόταση-γνωμοδότηση για τον πολιτισμό, την οποία παρουσίασε από τη θέση του εισηγητή και του μέλους της εθνικής αντιπροσωπείας της Ελλάδας στην Επιτροπή των Περιφερειών της Ε.Ε, ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας. “Η πρόταση εστιάστηκε σε ορισμένα θέματα με τα οποία συμφωνώ απολύτως και την ενσωματώνω στο δικό μου πρώτο προσχέδιο, το οποίο θα παρουσιάσω ως συν-εισηγήτρια μαζί με τον κ. Μπροκ, εγώ ως μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού, εκείνος σαν μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (AFET), στις 23 του μήνα, στις κοινές επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είμαστε στις τελευταίες μέρες που βγάζουμε τα συμπεράσματά μας για τις αναφορές μας”, σημειώνει χαρακτηριστικά.

“Συμφωνώ απολύτως ότι πρέπει να σκεφτούμε αυτές τις πολιτιστικές σχέσεις μέσα στο πλαίσιο δράσης της Ευρώπης ως πολιτικά σημαντικό τρόπο και εργαλείο για να βελτιώσουμε την ανάπτυξη και την ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών σε τοπικό επίπεδο. Στόχος είναι να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα η γνώμη και ο συμβουλευτικός ρόλος της Επιτροπής των Περιφερειών και της Επιτροπής των Κοινωνικών Υποθέσεων στην Κομισιόν. Επίσης πρέπει να αναγνωριστεί ο ρόλος της συνεργασίας, σε αποκεντρωμένο επίπεδο, στην προαγωγή της συμμετοχής των φορέων πολιτισμού και μεμονωμένων ατόμων σε όλα τα προγράμματα και όλες τις συμφωνίες μεταξύ της Ευρώπης και άλλων χωρών τρίτων χωρών που βασίζεται σε τέτοια θέματα”, προσθέτει.

Στο ερώτημα, αν μπορεί να αναμένει κάποιος απτά αποτελέσματα από μια τέτοια στρατηγική, απαντά: “πρώτα από όλα αναγνωρίζουμε, ότι αν προάγουμε την αλληλεγγύη θα διαδραματίσουμε ρόλο παγκόσμιου παράγοντα, διαφορετικά δεν θα έχουμε τίποτε να πούμε σε άλλους. Έχουμε επίσης, ως Ευρωπαίοι, εμπειρία στη διαφορετικότητα και την ενότητα και η διαφορετικότητα δεν είναι μόνο θέμα αντιπαράθεσης. Έτσι έχουμε επίσης και αυτή την αξία να δείξουμε σε άλλες χώρες, να μάθουμε το μάθημα του παρελθόντος και να δημιουργήσουμε αυτή την ευκαιρία σε επίπεδα μαθητών, εκπαιδευτικών, κομμάτων, ομάδων, επαγγελματιών κ.ο.κ., ώστε να δημιουργήσουμε συνέργειες και δίκτυα και αυτό είναι πολύ ισχυρό εργαλείο, η ενθάρρυνση μιας διαπροσωπικής προσέγγισης και όχι μόνο σε επίπεδο κυβερνήσεων”.

Ανάμεσα, τέλος, στην αισιοδοξία και την απαισιοδοξία επιλέγει την πρώτη με την επισήμανση ότι: “χωρίς πολιτιστική πολιτική και χωρίς βελτίωση της εκπαίδευσης, της καινοτομίας και της έρευνας, η Ευρώπη δεν έχει τίποτα να πει στον κόσμο”.


Exit mobile version