Πακέτο μέτρων για την στήριξη της οικονομίας της Γερμανίας και της Ιταλίας ανακοίνωσαν οι κυβερνήσεις των δύο χωρών εν μέσω του πολλαπλασιασμού των κρουσμάτων του κορονοϊού.
Αναλυτικά:
Τα οικονομικά μέτρα της Γερμανίας
Τα βασικά οικονομικά μέτρα της Γερμανίας αφορούν μεταξύ άλλων τη διευκόλυνση προς εταιρείες σε δυσκολία να θέτουν προσωρινά σε αργία τους εργαζομένους τους ή να μειώνουν τις ώρες εργασίας τους, τη χορήγηση δανείων, ενώ προβλέπει επίσης τη δαπάνη 12,8 δισ. ευρώ για επενδύσεις στις υποδομές τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Οι αποφάσεις αυτές ανακοινώθηκαν έπειτα από πολύωρη συνεδρίαση των ηγετικών ομάδων των κομμάτων που συγκροτούν την κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» υπό την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ των συντηρητικών και των σοσιαλδημοκρατών.
Ως προς το μέτρο της αργίας των υπαλλήλων ή της μείωσης των ωραρίων, οι εταιρείες που θα θελήσουν να επωφεληθούν από τη χρηματοδότηση του δημοσίου θα χρειάζεται να αποδείξουν ότι επηρεάζεται τουλάχιστον το ένα τρίτο των εργαζομένων τους από το προσωρινό πρόβλημα που πλήττει την παραγωγή τους. Στην περίπτωση κρουσμάτων του κορονοϊού μεταξύ των υπαλλήλων τους, το ποσοστό αυτό θα μειώνεται στο 10%.
Η Γερμανία είχε κάνει χρήση ανάλογων μέτρων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, κάτι που επέτρεψε να μη χαθεί μεγάλος αριθμός θέσεων εργασίας.
«Δεν θα σας εγκαταλείψουμε, θα σας βοηθήσουμε να ξεπεράσετε αυτή τη δύσκολη περίοδο», υποσχέθηκε ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ απευθυνόμενος στις γερμανικές επιχειρήσεις.
Σε ό,τι αφορά το κονδύλι των πρόσθετων επενδύσεων, προβλέπεται για την περίοδο 2021-2024 στους τομείς των μεταφορών, των ακινήτων και της πληροφορικής.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσης μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης.
Το πακέτο αυτό πάντως είναι πολύ λιγότερο εκτενές από ό,τι επιδίωκαν οι Σοσιαλδημοκράτες. Ο ήσσων εταίρος της κυβέρνησης τάσσονταν υπέρ ενός πολύ ευρύτερου πακέτου τόνωσης της οικονομίας.
Ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς ήθελε να υπάρξει μείωση των φόρων και χαλάρωση των πολύ αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων στη Γερμανία, ώστε να διαγραφούν χρέη πολλών κοινοτήτων σε δυσκολία, ύψους 40 δισ. ευρώ. Αλλά οι συντηρητικοί, πάντα προσηλωμένοι στη δημοσιονομική ορθοδοξία, απέρριψαν αμέσως την ιδέα.
Ο αριθμός των κρουσμάτων του κορονοϊού πλησιάζει πλέον το φράγμα των χιλίων στη Γερμανία. Μετά την Ιταλία και τη Γαλλία, αυτή είναι η χώρα της Ευρώπης η οποία πλήττεται περισσότερο.
Ο Σολτς δήλωσε πριν από λίγο στο δημόσιο ραδιοφωνικό δίκτυο Deutschlandfunk ότι δεν είναι ακόμα σαφές το εάν η επιδημία θα έχει πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, πρόσθεσε ο Σολτς, η κυβέρνηση θα εγγυηθεί τη ρευστότητα της αγοράς.
Από την πλευρά του, ο Γενς Σπαν κάλεσε να ακυρωθούν «μέχρι νεοτέρας όλες οι συγκεντρώσεις χιλίων και πλέον ανθρώπων», μέτρο που έχει ήδη υιοθετήσει η Γαλλία.
Όμως η γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία φάνηκε να απορρίπτει την εφαρμογή του μέτρου, ανακοινώνοντας πως τα πρωταθλήματα της θα συνεχιστούν όπως προβλέπεται μέχρι τα μέσα Μαΐου, αλλά διαβεβαιώνοντας πως θα συζητήσει την κατάσταση με τις ομάδες. Αυτό μπορεί να ανοίξει τον δρόμο, όπως στην Ιταλία, ώστε να διεξάγονται οι αγώνες κεκλεισμένων των θυρών.
Η κυβέρνηση της Ιταλίας θα αυξήσει περαιτέρω τις δαπάνες στο πλαίσιο μιας «μαζικής θεραπείας σοκ» για να αντισταθμίσει τον οικονομικό αντίκτυπο του ξεσπάσματος του κορονοϊού, ανακοίνωσε σήμερα ο Πρωθυπουργός.
«Δεν θα σταματήσουμε εδώ. Θα χρησιμοποιήσουμε μια μαζική θεραπεία σοκ. Για να εξέλθουμε απ’ αυτή την κατάσταση επείγουσας ανάγκης, θα χρησιμοποιήσουμε όλους τους ανθρώπινους και τους οικονομικούς πόρους», δήλωσε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα La Repubblica ο Πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε.
Ο Κόντε πρόσθεσε πως η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει «πλήρως» την ευελιξία που προβλέπεται από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.
Ο υπουργός Οικονομίας Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι υποσχέθηκε πρόσφατα μέτρα ύψους περίπου 7,5 δισ.ευρώ για να βοηθήσει την οικονομία να αντισταθεί στη χειρότερη εκδήλωση της ασθένειας στην Ευρώπη, αυξάνοντας τον στόχο του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 2,5% του ΑΕΠ από τον τωρινό στόχο του 2,2%.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ-Reuters,AFP