Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποίησε την γερμανική κυβέρνηση από την περασμένη άνοιξη να μην παραχωρήσει μερίδιο σε έναν τερματικό σταθμό του λιμανιού του Αμβούργου στην COSCO, δήλωσε σήμερα στο AFP πηγή με γνώση του θέματος, επιβεβαιώνοντας το χθεσινό δημοσίευμα της Handelsblatt.
Ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς έγινε την εβδομάδα αυτή αντικείμενο επικρίσεων, και εκ μέρους των εταίρων του στον κυβερνητικό συνασπισμό, εξαιτίας του σχεδίου παραχώρησης στην κινεζική Cosco μεριδίου σε τερματικό σταθμό του λιμανιού του Αμβούργου, πόλης στην οποία έχει χρηματίσει δήμαρχος. Η Κομισιόν εξέτασε το σχέδιο και έδωσε αρνητική γνωμοδότηση την άνοιξη με το επιχείρημα ότι ευαίσθητες πληροφορίες για τις λιμενικές δραστηριότητες θα περάσουν στα χέρια της Κίνας, αποκάλυψε χθες η Handelsblatt. Η γνωμοδότηση αυτή έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και η τελική απόφαση παραμένει στα χέρια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας.
Το λιμάνι του Αμβούργου είναι το πρώτο σε μέγεθος εμπορικό λιμάνι της Γερμανίας και το τρίτο της Ευρώπης μετά το Ρότερνταμ (Ολλανδία) και την Αμβέρσα (Βέλγιο). Σύμφωνα με πληροφορίες των μέσων ενημέρωσης, ο Ολαφ Σολτς υπολόγιζε να επιτρέψει την παραχώρηση αυτή παρά την αντίθετη γνώμη έξι ομοσπονδιακών υπουργείων -Οικονομίας, Εσωτερικών, Αμυνας, Οικονομικών, Μεταφορών και Εξωτερικών. Με την έγκριση του Βερολίνου θα ολοκληρωθεί η συμφωνία η οποία επιτεύχθηκε πριν από έναν χρόνο ανάμεσα στην διαχειρίστρια εταιρεία του λιμανιού του Αμβούργου (HHLA) και την Cosco, η οποία προβλέπει ότι ο κινεζικός κολοσσός θα αποκτήσει το 35% στην εκμετάλλευση του τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων Tollerort (CTT).
Αν η γερμανική κυβέρνηση δεν εναντιωθεί στο εγχείρημα μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου, η απόφαση θα επικυρωθεί.
«Τίποτε δεν έχει αποφασισθεί. Πολλά ερωτήματα παραμένουν αδιευκρίνιστα», δήλωσε χθες στις Βρυξέλλες ο Ολαφ Σολτς απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων μετά την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής.
Και τόνισε ότι η απόκτηση μεριδίων από κινεζικές εταιρείες «υπάρχει ήδη σε άλλα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης».
Η Αμβέρσα και το Ρότερνταμ, μεταξύ άλλων, έχουν συνομολογήσει κατά το παρελθόν τέτοιες συμφωνίες, γεγονός που δημιουργεί φόβους στο Αμβούργο ότι μειονεκτεί ως προς τους όρους του ανταγωνισμού.
Όμως στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην προστασία στρατηγικών υποδομών μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Γερμανία ειδικότερα επικρίνεται για το γεγονός ότι εκώφευσε στις προειδοποιήσεις σχετικά με την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Οι υπηρεσίες Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας της Γερμανίας είναι επίσης αρνητικές απέναντι στην προοπτική πώλησης στρατηγικών υποδομών, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης WDR και NRD.
(Πηγή: ΑΠΕ)