Νέα εργαλεία με στόχο τη θωράκιση του συστήματος ΦΠΑ της Ε.Ε. έναντι της απάτης παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σημειώνει ακόμη ότι οι αποκαλύψεις στα Paradise Papers έδειξαν και πάλι πώς μπορούν να χρησιμοποιούνται τα συστήματα φοροαποφυγής για να βοηθούν πλούσιους ιδιώτες και εταιρείες να παρακάμπτουν τους κανόνες της ΕΕ περί ΦΠΑ προκειμένου να αποφεύγουν να καταβάλλουν το μερίδιο των φόρων που τους αναλογεί. Από πρόσφατες εκθέσεις προκύπτει επίσης ότι οι μηχανισμοί απάτης στον τομέα του ΦΠΑ μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση εγκληματικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τρομοκρατικών.
Στα βασικά μέτρα της εν λόγω νομοθεσίας περιλαμβάνονται τα εξής:
Ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών: Η απάτη στον τομέα του ΦΠΑ μπορεί να συμβεί μέσα σε λίγα λεπτά, γι’ αυτό τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν τα μέσα για να δρουν το ταχύτερο δυνατόν. Η σημερινή πρόταση θα θέσει σε εφαρμογή ένα ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο του «Eurofisc», του υφιστάμενου δικτύου εμπειρογνωμόνων της ΕΕ στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης. Το σύστημα αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη την επεξεργασία, την ανάλυση και τον έλεγχο δεδομένων σχετικά με διασυνοριακές δραστηριότητες, ώστε να διασφαλιστεί ότι ο κίνδυνος μπορεί να εκτιμάται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα και ακρίβεια. Για να ενισχυθεί η ικανότητα των κρατών μελών να ελέγχουν τις διασυνοριακές προμήθειες, οι κοινοί έλεγχοι θα δίνουν τη δυνατότητα σε υπαλλήλους από δύο ή περισσότερες εθνικές φορολογικές αρχές να συγκροτούν ενιαία ομάδα ελέγχου για την καταπολέμηση της απάτης, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιπτώσεις απάτης στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου. Θα δοθούν επίσης νέες εξουσίες στο Eurofisc για να συντονίζει τις διασυνοριακές έρευνες.
Συνεργασία με τις αρχές επιβολής του νόμου:
Τα νέα μέτρα θα ανοίξουν νέους διαύλους επικοινωνίας και ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των φορολογικών αρχών και των ευρωπαϊκών οργάνων επιβολής του νόμου σχετικά με διασυνοριακές δραστηριότητες για τις οποίες υπάρχει υποψία πρόκλησης απάτης στον τομέα του ΦΠΑ. της OLAF, της Ευρωπόλ και της νεοσύστατης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO). Η συνεργασία με ευρωπαϊκά όργανα θα επιτρέπει τη διασταύρωση των εθνικών πληροφοριών με ποινικά μητρώα, βάσεις δεδομένων και άλλες πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους η Ευρωπόλ και η OLAF, προκειμένου να εντοπίζονται οι πραγματικοί δράστες της απάτης και τα δίκτυά τους.
Ανταλλαγή βασικών πληροφοριών σχετικά με τις εισαγωγές από χώρες εκτός της Ε.Ε.:
Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών και τελωνειακών αρχών θα βελτιωθεί περαιτέρω για ορισμένες τελωνειακές διαδικασίες οι οποίες επί του παρόντος αφήνουν περιθώρια για απάτη στον τομέα του ΦΠΑ. Στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας, τα εμπορεύματα που καταφθάνουν από χώρες εκτός ΕΕ με τελικό προορισμό ένα κράτος μέλος μπορούν να εισέρχονται στην ΕΕ μέσω άλλου κράτους μέλους και στη συνέχεια να διαμετακομίζονται χωρίς ΦΠΑ. Ο ΦΠΑ χρεώνεται στη συνέχεια μόνον όταν τα εμπορεύματα φθάσουν στον τελικό προορισμό τους. Αυτό το χαρακτηριστικό του συστήματος ΦΠΑ της ΕΕ αποσκοπεί στη διευκόλυνση του εμπορίου για τις έντιμες επιχειρήσεις, αλλά μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης με στόχο την εκτροπή των εμπορευμάτων προς τη μαύρη αγορά και την καταστρατήγηση της υποχρέωσης καταβολής του ΦΠΑ, συνολικά. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, θα ανταλλάσσονται πληροφορίες σχετικά με εισερχόμενα εμπορεύματα και θα ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των φορολογικών και των τελωνειακών αρχών σε όλα τα κράτη μέλη.
Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα αυτοκίνητα:
Η εμπορία αυτοκινήτων αποτελεί επίσης ορισμένες φορές αντικείμενο απάτης λόγω της διαφοράς στον τρόπο με τον οποίο επιβάλλεται ΦΠΑ στα καινούρια και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Τα πρόσφατα ή τα καινούρια αυτοκίνητα, στα οποία φορολογείται το συνολικό ποσό, μπορούν να πωληθούν ως μεταχειρισμένα εμπορεύματα στα οποία μόνο το περιθώριο κέρδους υπόκειται σε ΦΠΑ. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το είδος απάτης, οι υπάλληλοι του Eurofisc θα έχουν επίσης πρόσβαση σε δεδομένα άλλων κρατών μελών σχετικά με ταξινομήσεις αυτοκινήτων.
Αυτές οι νομοθετικές προτάσεις θα υποβληθούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για διαβούλευση και στο Συμβούλιο για έγκριση.