Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας παραμένουν πολύ μεγάλα, παρά τις πρόσφατες μειώσεις τους, και οι κίνδυνοι από τις διασυνοριακές κινήσεις κεφαλαίων παραμένουν υπό έλεγχο, ανέφερε ο Κρατικός Οργανισμός Διαχείρισης Συναλλάγματος (State Administration of Foreign Exchange, SAFE) κατά την ανακοίνωση των στοιχείων για το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών.
«Τα συναλλαγματικά αποθέματα παραμένουν άφθονα, καθώς ο λόγος του ανεξόφλητου βραχυπρόθεσμου χρέους σε συνάλλαγμα προς τα συναλλαγματικά διαθέσιμα είναι πολύ χαμηλότερος από το 100% που είναι η διεθνής γραμμή ασφάλειας», σημειώνει ο Οργανισμός στην ανακοίνωση που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του, προσθέτοντας: «Τα συνήθη ισοζύγια διεθνών πληρωμών είναι πλήρως εγγυημένα και είμαστε σε θέση να αντέξουμε οποιαδήποτε σοκ από τις διασυνοριακές κινήσεις κεφαλαίων».
Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας μειώθηκαν κατά 512,66 δις. δολάρια το 2015 – ποσό που αποτελεί τη μεγαλύτερη ιστορικά ετήσια μείωση – στα 3,33 τρις. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας. Το βραχυπρόθεσμο χρέος της Κίνας σε συνάλλαγμα ανερχόταν σε 1,02 τρισ. δολάρια στο τέλος Σεπτεμβρίου. Από τη μείωση των αποθεμάτων το 2015, τα 342,3 δις. δολάρια οφείλονταν σε εμπορικές και επενδυτικές συναλλαγές, ενώ τα 170,3 δις. δολάρια σε μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των τιμών στοιχείων ενεργητικού, σημείωσε ο Οργανισμός.
Οι εκροές κεφαλαίων από την Κίνα ενισχύθηκαν μετά την απροσδόκητη υποτίμηση του γιουάν στις 11 Αυγούστου του 2015, λόγω των ανησυχιών για την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και των προσδοκιών για την αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων. Αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων διογκώθηκε από τη σπουδή κινεζικών εταιρειών να αποπληρώσουν τα χρέη τους σε συνάλλαγμα και από τις αυξημένες αγορές δολαρίων από Κινέζους πολίτες, καθώς η ισοτιμία του γιουάν υποχωρεί.
Πολλοί οικονομολόγοι, ωστόσο, ανησυχούν για την ταχεία μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων, καθώς η κινεζική κεντρική τράπεζα πρέπει να πουλά δολάρια και να αγοράζει γιουάν, προκειμένου να στηρίξει την ισοτιμία του νομίσματός της, αποσπώντας περισσότερη ρευστότητα από το τραπεζικό σύστημα σε μία περίοδο που η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου επιβραδύνεται.