της Αν Άπλμπομ *
Όλοι οι άλλοι μιλούσαν για τα οικονομικά. Όμως καθ΄όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και τους μήνες μετά το δημοψήφισμα, εγώ ανησυχούσα για τα γεωπολιτικά της Βρετανίας. Ανησυχούσα για τις συμμαχίες της Βρετανίας. Ανησυχούσα ότι οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις του διαζυγίου ανάμεσα στη Βρετανία και τους στενότερους οικονομικούς και πολιτικούς της εταίρους θα δημιουργούσαν παρεξηγήσεις και ενδεχομένως οργή – και όντως, αυτό συμβαίνει ήδη.
Ανησυχούσα επίσης ότι η Βρετανία θα αρχίσει σιγά σιγά να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της ως χώρα εκτός της δυτικής συμμαχίας. Απομονωμένη, αναζητώντας εμπορικούς εταίρους και πολιτικούς φίλους, η Βρετανία πιθανόν να απομακρυνόταν από τους ευρωπαϊκούς και διατλαντικούς θεσμούς και στη θέση τους να αναζητούσε στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα, δύο χώρες που έχουν ήδη ισχυρή παρουσία στην βρετανική οικονομία. Αλλά απέτυχα να φαντασθώ αυτό που συμβαίνει σήμερα: ότι η Βρετανία – απομονωμένη και σε απελπισμένη αναζήτηση εμπορικών εταίρων και πολιτικών φίλων – θα έσπευδε ευγνώμων και ανακουφισμένη στην αγκαλιά του Ντόναλντ Τραμπ, ενός πρόεδρου των ΗΠΑ που απομακρύνεται από την Ευρώπη και τους διατλαντικούς θεσμούς επίσης.
Απίστευτο, αλλά φθάσαμε σε αυτό το σημείο. Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι έφθασε στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτήν την εβδομάδα για την πρώτη της επίσκεψη στον Λευκό Οίκο του Τραμπ. Εβδομάδες πριν, η μεταβατική ομάδα Τραμπ δήλωσε προς πολλούς στη Βρετανία ότι ο πρόεδρος θέλει μία «συμφωνία για να ανταμείψει τη χώρα για το Brexit, μία έκβαση της ψηφοφορίας (του δημοψηφίσματος) που προκάλεσε έκπληξη και ο ίδιος εξισώνει με τη δική του νίκη. Το αν γνωρίζει για ποιους λόγους η Βρετανία εγκατέλειψε την Ευρωπαϊκή Ενωση – το αν γνωρίζει οτιδήποτε για τη Βρετανία εκτός του ότι διαθέτει καλά γήπεδα γκολφ – δεν έχει καμία σημασία. Οταν έμαθε τις προθέσεις του, μία εκστατική Μέι δήλωσε στον βρετανικό Τύπο ότι θα πει στη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ: «Καθώς ξαναβρίσκουμε την αμοιβαία εμπιστοσύνη μας, καθώς ανανεώνετε τη χώρα σας όπως και εμείς τη δική μας, έχουμε την ευκαιρία – ουσιαστικά την υποχρέωση να ανανεώσουμε την ειδική σχέση για την νέα εποχή. Εχουμε την ευκαιρία να ηγηθούμε, από κοινού, και πάλι».
Αλλά, ποίου θα ηγηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία; Και προς ποια κατεύθυνση; Εδώ συναντάμε ένα εμπόδιο. Υπό την πίεση των ακραίων του κόμματός της για να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα στενότερης σχέσης με την Ευρώπη, η Μέι αγωνίσθηκε επί μήνες να παρουσιάσει μία θετική εικόνα της «Βρετανίας του Brexit». Τελικά, έπαιξε με τη λέξη «παγκοσμιότητα». Την περασμένη εβδομάδα δήλωσε στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμε του Νταβός, ότι πιστεύει σε μία «πραγματικά παγκόσμιας εμβέλειας Βρετανία» και μία «διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες» και ότι θέλει η Βρετανία να είναι ο υποστηρικτής των παγκόσμιων ελεύθερων αγορών επίσης. Ακόμη και σε βρετανικό πλαίσιο, αυτό χτυπά μία φάλτσα χορδή: εάν η Βρετανία νοιάζεται τόσο πολύ για το ελεύθερο εμπόριο, τότε για ποιον λόγο αποχωρεί από την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά, την μεγαλύτερη και πλουσιότερη ζώνη ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο, μαζί με τις 27 υπάρχουσες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου; Και αν η Βρετανία θαυμάζει την διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες, γιατί παίρνει αποστάσεις από χώρες που ενδιαφέρονται περισσότερο για την τάξη αυτή;
Στο πλαίσιο της νεόκοπης «ειδικής σχέσης» ΗΠΑ-ΗΚ, η ίδια η ιδέα μίας «Βρετανίας με παγκόσμια εμβέλεια» μοιάζει περίεργη. Η καμπάνια του προέδρου των ΗΠΑ έχει καταστήσει την έκφραση «παγκόσμιας εμβέλειας» ύβριν. Στην ομιλία του κατά την τελετή ορκωμοσίας ο Τραμπ δήλωσε «Πρώτα η Αμερική» και υποσχέθηκε να ακολουθήσει δύο απλούς κανόνες: «Να αγοράζει αμερικανικά και να προσλαμβάνει αμερικανικά». Δεν εξέφρασε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μία «διεθνή τάξη που θα βασίζεται σε κανόνες». Ο πρόσφατος ισχυρισμός του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να έχουν κλέψει ιρακινό πετρέλαιο ως «λάφυρο πολέμου» δείχνει ότι ούτε που ξέρει τι εννοεί.
Φυσικά, η Μέι μπορεί, έπειτα από παζάρια ετών, να επιτύχει μία συμφωνία. Ισως το γεγονός ότι η Βρετανία είναι σχετικά μικρή και σχετικά λευκή να διασφαλίσει ότι θα είναι μία καλή συμφωνία, αν και πολλοί φοβούνται ότι νομικοί επί εμπορικών θεμάτων μίας μεγάλης χώρας θα αναγκάσουν τους συναδέλφους τους μίας μικρής χώρας να προχωρήσουν σε επώδυνες υποχωρήσεις. Αλλά όπως και να μοιάζει η συμφωνία και όποτε και να επιτευχθεί, το όραμα της Μέι για «παγκόσμια εμβέλεια» είναι καταδικασμένο, τουλάχιστον για όσο θα είναι συνδεδεμένο με τον πρόεδρο των ΗΠΑ του προστατευτισμού και της απομόνωσης. Το αίνιγμα παραμένει: σε κάθε σχεδόν πιθανή σφαίρα της οικονομικής και της εξωτερικής πολιτικής, οι απόψεις της Μέι συνδέονται στενότερα με την υπόλοιπη Ευρώπη παρά με την Αμερική του Τραμπ. Κρίμα που είναι σιδηροδέσμια ενός κόμματος και μίας πολιτικής που την εμποδίζουν να ενεργήσει στο πλαίσιο αυτής της προφανούς αλήθειας.
* Η Αν Άπλμπομ είναι συγγραφέας, επισκέπτις καθηγήτρια του LSE και αρθρογράφος της Washington Post.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ