Ιταλία: Πρότυπο hotspot η Λαμπεντούζα

Το μικρό ιταλικό νησί Λαμπεντούζα είχε γίνει συνώνυμο της ευρωπαϊκής αποτυχίας στη διαχείριση των προσφυγικών ροών, το αργότερο στις 3 Οκτωβρίου του 2013 όταν 400 περίπου πρόσφυγες είχαν χάσει τη ζωή τους μπροστά στις ακτές της νήσου. Η κατάσταση στο νησί είχε αρχίσει να κλιμακώνεται ήδη από το 2011 όταν μετά την Αραβική Άνοιξη χιλιάδες νέοι κυρίως άνδρες από χώρες της βόρειας Αφρικής προσπαθούσαν να διασχίσουν τη Μεσόγειο, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στη γηραιά ήπειρο. Οι εικόνες ήταν τραγικές. Δεν είχαν λείψει ακόμη και εξεγέρσεις προσφύγων στα κέντρα κράτησής τους.

«Ναι, δουλέψαμε λίγο», λέει σήμερα η δήμαρχος της Λαμπεντούζα Τζούσι Νικολίνι. «Και αυτό που λειτουργεί σήμερα καλύτερα είναι η διαδικασία πρώτης καταγραφής στο νησί και κυρίως το γεγονός ότι οι άνθρωποι που φιλοξενούνται εδώ προωθούνται άμεσα σε άλλες περιοχές».

Το θεμελιώδες πρόβλημα της Ευρώπης παραμένει


Γεγονός είναι ότι η δραστήρια δήμαρχος έχει καταφέρει να μετατρέψει ένα αφιλόξενο προπύργιο της Ευρώπης σε ένα άκρως επαγγελματικά οργανωμένο hotspot. Για όσο διάστημα παραμένουν στο νησί οι πρόσφυγες ζουν σε σχετικά πολύ καλές συνθήκες για να επαναπροωθηθούν στη συνέχεια στην ηπειρωτική Ιταλία.

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα η Λαμπεντούζα έχει αποσπάσει πλήθος τιμητικών διακρίσεων για τον τρόπο διαχείρισης της κατάστασης, χωρίς να λείπουν και οι επισκέψεις επωνύμων. Το νησί έχουν επισκεφτεί ο Πάπας αλλά και σειρά ευρωπαίων ηγετών. Το θεμελιώδες πρόβλημα της Ευρώπης όμως παραμένει, υπογραμμίζει η δήμαρχος: «Είναι οι αιτίες αυτών των ταξιδιών που δεν μπορούν να αλλάξουν σε ένα χρόνο: πόλεμοι, φτώχεια, οικολογικές καταστροφές. Εάν δεν δούμε από άλλη οπτική γωνία αυτές τις χώρες, το κύμα αυτό θα διογκωθεί. Και δεν βοηθά το να κλείνεις τα σύνορα για να σταματήσεις αυτές τις ροές».

Μετά το κλείσιμο της λεγόμενης Βαλκανικής Οδού έχει ενεργοποιηθεί και πάλι ο Μεσογειακός Διάδρομος με την Ιταλία να γίνεται εκ νέου βασικός προορισμός. Τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου χιλιάδες άνθρωποι περισυνελέγησαν από την ιταλική ακτοφυλακή, οδηγώντας τα ιταλικά ΜΜΕ στο συμπέρασμα ότι επίκειται «νέα εισβολή» και τους Αυστριακούς να προετοιμάζουν το κλείσιμο του συνοριακού περάσματος Μπρένερ.

Σύμφωνα με τον Φλάβιο Ντι Τζιάκομο όμως, από την Διεθνή Οργάνωση Μετανάστευσης ο αριθμός των αφίξεων είναι χαμηλότερος ακόμη και σε σύγκριση με τα περσινά χαμηλά επίπεδα.

«Στα τέλη της περασμένης χρονιάς ήταν 150.000. Δεν πρόκειται για έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό για μια χώρα 60 εκατομμυρίων ανθρώπων και ήταν αισθητά χαμηλότερος σε σύγκριση με τον αριθμό των αφίξεων στην Ελλάδα το 2015. Δεν βλέπουμε λοιπόν λόγο να σημάνουμε συναγερμό. Δεν πρόκειται για εισβολή, αλλά σίγουρα για μια ανθρωπιστική κρίση. Διότι πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να χάνουν τη ζωή τους. Πέρσι είχαν χάσει τη ζωή τους αυτό το διάστημα 1.820 άνθρωποι, φέτος είναι ήδη περισσότεροι από 2.500».

Τα hotspot δεν αποτελούν λύση


Στην Ιταλία έχουν δημιουργηθεί τέσσερα συνολικά κέντρα καταγραφής προσφύγων, ένα από αυτά στη Λαμπεντούζα. Πέρα από την πρώτη καταγραφή, οι πρόσφυγες έχουν εκεί τη δυνατότητα να αιτηθούν τη χορήγηση ασύλου. Οργανώσεις αρωγής ωστόσο αναφέρουν ότι στα hotspot συχνά οι πρόσφυγες δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα δικαιώματά τους και πως δεν τους δίνεται πάντα η δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση χορήγησης ασύλου.

Το υπ. Εσωτερικών αντιτείνει ότι το νέο σύστημα λειτουργεί, ότι ο αριθμός των αφίξεων έχει μειωθεί και πως οι περισσότεροι νεοαφιχθέντες καταγράφονται εν τω μεταξύ στα κέντρα υποδοχής. Η στατιστική του υπουργείου ωστόσο δεν απαντά στο ερώτημα τι γίνεται με τους πρόσφυγες που δεν αιτούνται άσυλο.

Και η δήμαρχος της Λαμπεντούζα Νικολίνι εκτιμά ότι τα hotspot δεν προσφέρουν ουσιαστικές και βιώσιμες για τους ανθρώπους λύσεις. Οι πρόσφυγες που παίρνουν αρνητική απάντηση στο αίτημα παροχής ασύλου, καλούνται συνήθως να εγκαταλείψουν τη χώρα σε διάστημα επτά ημερών. Οι περισσότεροι κρύβονται στη συνέχεια προσπαθώντας να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

«Η Λαμπεντούζα απεικονίζει σήμερα τα κλειστά σύνορα της Ευρώπης. Η ιστορία του νησιού, τα περασμένα 20 χρόνια των ανοικτών του συνόρων και της ελπίδας, καταδεικνύουν τα σύνορα του μέλλοντος και πώς πρέπει να είναι η Ευρώπη».

Πηγή: DW

Exit mobile version