Είναι η πρώτη επίσκεψη αμερικανού προέδρου στο νησί της Καραϊβικής μετά από 88 χρόνια. Σε αντίθεση όμως με τον τότε πρόεδρο Κάλβιν Κούλιτζ, ο οποίος είχε φτάσει στην Κούβα επιβαίνων σε πολεμικό πλοίο, ο Μπαράκ Ομπάμα «θάβει το τσεκούρι του πολέμου» και θα γίνει δεκτός με φιλικά αισθήματα από τον πρόεδρο της χώρας Ραούλ Κάστρο. Για τον πληθυσμό της Κούβας η επίσκεψη Ομπάμα θα είναι μία ξεχωριστή εμπειρία. Ιδιαίτερα οι παλαιότεροι δεν πίστευαν ότι θα δουν ποτέ αμερικανό πρόεδρο να επισκέπτεται το νησί τους, λέει ο Μπερτ Χόφμαν, στέλεχος του Ινστιτούτου Λατινοαμερικανικών Σπουδών στο Αμβούργο. «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα δω μια τέτοια μέρα, λένε πολλοί, να έρχεται ένας αμερικανός πρόεδρος για να συναντήσει έναν Κάστρο, έστω κι αν δεν πρόκειται βέβαια για τον Φιντέλ, αλλά για τον Ραούλ Κάστρο. Όλοι σχολιάζουν το γεγονός, όλοι του αποδίδουν ιστορική διάσταση».
Στο προοίμιο της επίσκεψης δεν έλειψαν οι συμβολικές ενέργειες για την επαναπροσέγγιση των δύο χωρών. Στις 18 Μαρτίου ο υπουργός Άμυνας της Κούβας Μπρούνο Ροντρίγκεζ Παρίγια ανακοίνωσε ότι καταργείται η προμήθεια 10% για τραπεζικά εμβάσματα από τις ΗΠΑ, που είχε επιβάλει το καθεστώς Κάστρο το 2004. Η απόφαση αυτή δίνει οικονομική ανάσα σε πολλές οικογένειες, τις οποίες συντηρούν συγγενείς που εργάζονται στις ΗΠΑ. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί θα επιτρέπουν πλέον σε κουβανούς πολίτες να αποκτούν άδεια εργασίας κατά την παραμονή τους στις ΗΠΑ, να ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς και να λαμβάνουν υποτροφίες. Επιπλέον, για πρώτη φορά μετά από 48 χρόνια αποκαθίσταται η ταχυδρομική σύνδεση ανάμεσα στις δύο χώρες.
Μαγνήτης αμερικανών τουριστών η Αβάνα
Όπως επισημαίνει ο Μπερτ Χόφμαν «τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχουν γίνει περισσότερα από ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια. Εύκολα βλέπετε τη διαφορά στην Αβάνα με τους αμερικανούς τουρίστες να βρίσκονται παντού στην πόλη. Η τουριστική κίνηση συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά η αρνητική πλευρά είναι προφανώς ότι αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες, καθώς τα χρήματα που φέρνουν οι αμερικανοί τουρίστες από το Μαϊάμι μένουν στο κέντρο της Αβάνας ή άλλους τουριστικούς προορισμούς, αλλά δεν κατανέμονται ισομερώς. Αυτό θα δημιουργήσει και κοινωνικές εντάσεις, αλλά προς το παρόν οι προσδοκίες είναι υψηλές: οι Κουβανοί ελπίζουν ότι θα αρχίσει να κυκλοφορεί το δολάριο και θα έρχεται όλο και περισσότερος κόσμος…»
Όλα αυτά δεν σημαίνουν όμως ότι η Κούβα θα αλλάξει πορεία. Το αντίθετο ακριβώς ήθελε να υποδηλώσει ο Ράουλ Κάστρο απονέμοντας την υψηλότερη τιμητική διάκριση του κομμουνιστικού καθεστώτος στον πρόεδρο της Βενεζουέλας Νίκολας Μαντούρο την Παρασκευή, δηλαδή μόλις 48 ώρες πριν φτάσει στο νησί ο Μπαράκ Ομπάμα. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Κάστρο, το σκεπτικό της βράβευσης ήταν ότι με «νοημοσύνη και σθένος» ο Μαντούρο κατάφερε να προβάλει αντίσταση απέναντι στην επιθετική πολιτική των Αμερικανών. Η αλήθεια είναι ότι η «άνοιξη» στις σχέσεις ΗΠΑ-Κούβας δεν αναιρεί τις απαιτήσεις της Αβάνας απέναντι στην Ουάσιγκτον.
Μία από τις απαιτήσεις αυτές, η διαγραφή της Κούβας από τη λίστα χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία, έχει ήδη εισακουστεί από τον Μάιο του 2015. Απομένουν τώρα τα πιο «δύσκολα» αιτήματα: ο τερματισμός των εμπορικών κυρώσεων, η αποχώρηση των Αμερικανών από τη βάση του Γκουαντάναμο, καθώς και η καταβολή αποζημιώσεων για την οικονομική απομόνωση του παρελθόντος. Κατά τον Χόφμαν, πρόκειται για «μαξιμαλιστικές απαιτήσεις» της Αβάνας, τις οποίες όμως πρέπει να διατυπώσει ο Ραούλ Κάστρο, ώστε να δείξει ότι κρατάει ψηλά το λάβαρο της «επανάστασης».
«Φυσικός εταίρος» οι ΗΠΑ
Η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ αποτελούσε παραδοσιακά ένα από τα στοιχεία που νομιμοποιούσαν την κουβανική επανάσταση. Αλλά σε τελική ανάλυση, επισημαίνει ο συνεργάτης του Ινστιτούτου Λατινοαμερικανικών Μελετών, «οι ΗΠΑ είναι ο φυσικός εμπορικός εταίρος της Κούβας, είτε μιλάμε για τον τουρισμό, είτε για τις εξαγωγές σε ρούμι και πούρα. Είναι λογικό αν το σκεφτείτε: το Μαϊάμι είναι πιο κοντά στην Αβάνα, απ΄ότι για παράδειγμα η Λειψία στη Βόννη. Μόνο τα δύο εκατομμύρια των Κουβανών που εργάζονται στις ΗΠΑ στέλνουν σήμερα στην πατρίδα τους περισσότερα χρήματα από όσα στέλνει σήμερα η ΕΕ».
Πηγή: DW