Σε “καταρχήν συμφωνία” για το όριο χρέους στις ΗΠΑ προκειμένου να αποφευχθεί η κήρυξη στάσης πληρωμών κατέληξαν ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι, όπως ανακοίνωσαν οι ίδιοι.
Ωστόσο μένει να εγκριθεί η συμφωνία αυτή από το Κογκρέσο.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων -την οποία ελέγχουν οριακά οι Ρεπουμπλικάνοι- θα ψηφίσει την Τετάρτη, όπως ανήγγειλε ο επικεφαλής της. Θα ακολουθήσει η Γερουσία, στην οποία πλειοψηφούν οι Δημοκρατικοί.
Σε σύντομες δηλώσεις του ο κ. Μακάρθι έκρινε πως ο συμβιβασμός για τα δημοσιονομικά θέματα στον οποίο κατέληξαν τα μέρη είναι «αντάξιος του αμερικανικού λαού». Ωστόσο οι λεπτομέρειες του συμβιβασμού αυτού δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ακόμα, συμπλήρωσε.
Το ηγετικό στέλεχος της αμερικανικής δεξιάς εξέφρασε την ικανοποίηση του για τις «ιστορικές μειώσεις» των δημοσίων δαπανών που προβλέπει η συμφωνία, όπως είπε, κάτι που αποτελούσε τη βασική απαίτηση των Ρεπουμπλικάνων.
«Αυτή η συμφωνία είναι συμβιβασμός, που πάει να πει ότι κάθε μέρος δεν εξασφαλίζει όλα όσα ήθελε», ανέφερε από την πλευρά του ο Τζο Μπάιντεν, σύμφωνα με τον οποίο το κείμενο θα «μειώσει τις [δημόσιες] δαπάνες», αλλά « θα προστατεύει τα δημόσια προγράμματα-κλειδιά».
Ο 8οχρονος πρόεδρος έκρινε πως η συμφωνία με τη συντηρητική παράταξη είναι «καλή είδηση», αφού αποτρέπει «την κήρυξη καταστροφικής στάσης πληρωμών». Ο κ. Μακάρθι ανέφερε πως θα συνομιλήσει ξανά σήμερα με τον κ. Μπάιντεν και θα δώσει αυθημερόν στη δημοσιότητα το κείμενο, καρπό δύσκολων και πικρών διαπραγματεύσεων.
Τι προβλέπει η συμφωνία
Σύμφωνα με πληροφορίες των αμερικανικών ΜΜΕ, η συμφωνία που έκλεισαν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση θα αυξήσει για 2 χρόνια, ή με άλλα λόγια ως το διάστημα μετά τις προεδρικές εκλογές του 2024, το όριο του χρέους του ομοσπονδιακού κράτους.
Χωρίς την αύξηση του ορίου αυτού η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα κινδύνευε να περιέλθει σε κατάσταση στάσης πληρωμών την 5η Ιουνίου και να μην ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της: όπως την καταβολή μισθών και συντάξεων αλλά και των τοκοχρεολυσίων στους πιστωτές της.
Όπως όλες οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου, ή σχεδόν, έτσι και οι ΗΠΑ ζουν με πίστωση.
Όμως, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, η Αμερική βρίσκεται τακτικά αντιμέτωπη με νομικό κώλυμα: το πλαφόν του χρέους, το μέγιστο ποσό στο οποίο μπορεί να φθάσει ο κρατικός δανεισμός, θα πρέπει να αυξάνεται από το Κογκρέσο.
Αυτή η –ως πριν από μερικά χρόνια– τυπική διαδικασία μετατράπηκε από τους Ρεπουμπλικάνους, που από τον Ιανουάριο έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σε εργαλείο για την άσκηση πολιτικής πίεσης.
Αρνούμενοι να δώσουν κάποια υποτιθέμενη «λευκή επιταγή» στον Δημοκρατικό πρόεδρο, έθεσαν ως όρο για την αύξηση του ορίου του χρέους –31,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, παγκόσμιο ρεκόρ– για να γίνουν δραστικές περικοπές δαπανών.
Ο κ. Μπάιντεν, υποψήφιος για την επανεκλογή του, αρχικά διατράνωνε πως δεν επρόκειτο να διαπραγματευτεί «με το πιστόλι στον κρόταφο», υπό την απειλή πτώχευσης του ομοσπονδιακού κράτους, κατηγορώντας τους Ρεπουμπλικάνους πως έθεσαν υπό «ομηρία» την αμερικανική οικονομία απαιτώντας περικοπές.
«Υπό επιτήρηση»
Έπειτα από συναντήσεις των δυο ανδρών στον Λευκό Οίκο, οι ομάδες του προέδρου και του «speaker» της Βουλής άρχισαν τελικά ατελείωτες διαπραγματεύσεις, που σχολιάστηκαν πολύ στην Ουάσιγκτον.
Η καταρχήν συμφωνία θα δώσει μια ανάσα στις αγορές, όπου δεν εκδηλώθηκε ποτέ πανικός, όμως η παράλυση προκαλούσε εκνευρισμό και ανυπομονησία.
Πάντως στην πραγματικότητα οι συμβιβασμοί της τελευταίας στιγμής για αυτού του είδους τα ζητήματα είναι μάλλον συνηθισμένοι στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Ο οίκος αξιολόγησης Fitch έθεσε την Πέμπτη «υπό παρακολούθηση» το αξιόχρεο (το τοποθετεί στη βαθμίδα AAA, την υψηλότερη) του δημοσίου των ΗΠΑ, κρίνοντας πως η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να καταλήξουν σε συμφωνία αποτελούσε «αρνητική ένδειξη για τη διακυβέρνηση γενικά».
Η παγκόσμια οικονομία, που ήδη είναι αντιμέτωπη με «έντονη αβεβαιότητα», είχε απόλυτη ανάγκη να ολοκληρωθούν οι τεταμένες διαπραγματεύσεις, νουθετούσε προ ημερών η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.
Το ζήτημα δεν έχει κλείσει ακόμα, καθώς η συμφωνία μένει να εγκριθεί στη Γερουσία, όπου έχουν οριακή πλειοψηφία οι Δημοκρατικοί, και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία έχουν εύθραυστη πλειοψηφία οι Ρεπουμπλικάνοι.
Ορισμένα μέλη της προοδευτικής πτέρυγας των Δημοκρατικών, όπως και κάποιοι αιρετοί των Ρεπουμπλικάνων, απειλούν να μην την εγκρίνουν, ή να καθυστερήσουν όσο περισσότερο μπορούν οποιοδήποτε κείμενο κρίνουν πως κάνει υπερβολικά πολλές παραχωρήσεις στην αντίπαλη πλευρά.
Ο Μπομπ Γκουντ, Ρεπουμπλικάνος βουλευτής, υποστήριξε χθες πως με δεδομένο ότι πρόκειται για συμβιβασμό, «κανένας αιρετός που λέει πως ανήκει στο συντηρητικό στρατόπεδο δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει θετική ψήφο».