Οι ιστορικών διαστάσεων μειώσεις των επενδύσεων από τις ενεργειακές εταιρείες αυξάνουν την πιθανότητα να υπάρξει στο «όχι και τόσο μακρινό» μέλλον μία κατάσταση όπου η προσφορά πετρελαίου δεν θα μπορεί να καλύψει τη ζήτηση, δήλωσε από τη Σιγκαπούρη αξιωματούχος του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (International Energy Agency, IEA), όπως μεταδίδει το πρακτορείο Bloomberg.
Ο επικεφαλής της Διεύθυνσης του πετρελαϊκού κλάδου και αγορών του IEA Νηλ ‘Ατκινσον δήλωσε ότι απαιτούνται επενδύσεις περίπου 300 δισεκ. δολαρίων για να διατηρηθεί το σημερινό επίπεδο παραγωγής και ότι χώρες – όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βραζιλία και το Μεξικό – αντιμετωπίζουν δυσκολία να συνεχίσουν τις επενδύσεις. «Χρειαζόμαστε πολλές επενδύσεις, απλά και μόνο για να έχουμε τα ίδια επίπεδα (παραγωγής). Υπάρχει κίνδυνος, καθώς φθάνουμε σε ένα σημείο, όπου μόλις που γίνονται επενδύσεις εξόρυξης», δήλωσε ο ‘Ατκινσον, προσθέτοντας: «Εάν οι επενδύσεις δεν ξαναρχίσουν το 2017 και το 2018, μπορεί να δούμε μία κορύφωση των τιμών του πετρελαίου, καθώς η προσφορά δεν θα μπορεί να καλύπτει τη ζήτηση».
Οι πετρελαϊκές εταιρείες, από την ConocoPhillips έως τη Chevron και τη BP, έχουν ακυρώσει επενδύσεις ύψους άνω των 100 δισεκ. δολαρίων, προχώρησαν σε απολύσεις δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων, μείωσαν τα μερίσματα που διανέμουν και πούλησαν περιουσιακά τους στοιχεία, καθώς η τιμή του πετρελαίου υποχώρησε κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι σε χαμηλό επίπεδο 12ετίας. Με την τιμή του αργού να ανακάμπτει από τα μέσα Φεβρουαρίου κοντά στα 41 δολάρια το βαρέλι, ο ‘Ατκινσον δήλωσε ότι τα χειρότερα μπορεί να πέρασαν για τις τιμές, οι οποίες έχουν έναν πάτο «επί του παρόντος».
Χώρες του ΟΠΕΚ (Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών) και άλλοι παραγωγοί, περιλαμβανομένης της Ρωσίας, σχεδιάζουν να συναντηθούν στη Ντόχα τον επόμενο μήνα για να συζητήσουν τον περιορισμό της παραγωγής, ώστε να μειωθεί η παγκόσμια υπερβάλλουσα προσφορά. «Η συνάντηση μπορεί να γίνει, μπορεί και όχι», δήλωσε ο ‘Ατκινσον, προσθέτοντας ότι θεωρείται ως μία κίνηση για να δείξει ότι υπάρχει σταθερότητα και ότι η επίπτωση που θα έχει στην πραγματική διάρθρωση της προσφοράς θα είναι «απολύτως μηδενική».